Προσπαθούμε να διακρίνουμε τα πρόσωπα των δύο νέων που πέφτουν τυχαία ο ένας πάνω στον άλλον στη μέση του δρόμου, αλλά η κάμερα του αφηγητή της ασυνήθιστης ιστορίας και σκηνοθέτη Αλεξάντρ Γκομπερίτζε επιμένει να τους δείχνει από τα γόνατα και κάτω, και, ακόμη κι όταν αυτή η πρώτη επαφή ολοκληρώνεται, εξακολουθούμε να μην μπορούμε να δούμε τα πρόσωπά τους ευκρινώς, γιατί ο φακός απομακρύνεται ηθελημένα. Δίνουν ραντεβού την επομένη, αλλά δυσοίωνα σημάδια ακυρώνουν το διαγραφόμενο ρομάντσο με μια απροσδόκητη τροπή.

 

Από ένα γύρισμα της τύχης, ή μια κατάρα, ο ποδοσφαιριστής Γκιόργκι και η φαρμακοποιός Λίζα όχι μόνο αλλάζουν εμφάνιση και κατοικούνται από δυο άλλους ανθρώπους αλλά ξεχνούν τις επαγγελματικές τους ιδιότητες: ο Γκιόργκι γίνεται πλανόδιος πωλητής και παραμένει παθιασμένος με το άθλημα, αν και δεν ξέρει πλέον να κλοτσάει την μπάλα, ενώ η Λίζα αγνοεί τα μαθήματά της και πιάνει δουλειά σε ένα καφέ.

 

Όταν κοιτάμε τον ουρανό, δεν βλέπουμε μόνο έναν κομήτη να μας απειλεί με αφανισμό, όπως σατιρικά μάς προειδοποίησε πρόσφατα ο Άνταμ Μακέι, αλλά έχουμε τη σπάνια ευκαιρία να δοκιμάσουμε τον λυρισμό της εξαίρεσης από την πεζή επανάληψη. Κυρίως στο δεύτερο μέρος που έπεται του ρομαντικού αντιπερισπασμού της αρχής (η «shaggy dog story» τεχνική του θεάτρου, με κομψό περιτύλιγμα μαγικού ρεαλισμού), ο Γεωργιανός δημιουργός στρέφει το βλέμμα του στους ανθρώπους και τα ζώα του Κιουτάισι, μίας από τις παλιότερες πόλεις της χώρας, δίνοντας όνομα και πρόσωπο στην ανωνυμία της καθημερινότητας, δημιουργώντας έτσι ιστορίες για ό,τι μας περιβάλλει.

 

Στα ερωτήματα που δεν σκοπεύει να απαντήσει με σαφήνεια σε αυτό το αξιοπερίεργο φιλμ που συμμετείχε στο επίσημο πρόγραμμα του περσινού Φεστιβάλ Βερολίνου κρύβεται μια συμβολική έκκληση προς τον θεατή για μια πιο προσεκτική ανάγνωση του σινεμά γενικότερα.