Το Drive my car, μια τρίωρη κινηματογραφική βόλτα συμπόνιας και οδυνηρής συμφιλίωσης που πετάει σαν μυστηριώδες όνειρο, είναι ένα σύγχρονο, μπεργκμανικού ύφους και τσεχοφικού πνεύματος δράμα χαρακτήρων με αναφορές στο κλασικό θέατρο, ιδιοσυγκρασιακή σεναριακή δομή και τέμπο που απορροφά, ανατροπές εσωτερικές αλλά και πλοκή με μια σημαντική ανατροπή καθώς και μια δύναμη που αυξάνει και βαθαίνει μέχρι την αξέχαστη τελική επί σκηνής παράσταση.

 

Πρόκειται για την ταινία του Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου και τελικά πήρε εκείνο της Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, το Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών του 2021 και τα βραβεία Ενώσεων Κριτικών στις Κάννες, στη Νέα Υόρκη, στο Λος Άντζελες και στο National Board of Review ‒ ειλικρινά άξιζε και τα 4 Όσκαρ έναντι του Coda και της Εξουσίας του Σκύλου.

 

Σπουδαίο σινεμά απαιτήσεων από τον κορυφαίο, μαζί με τον Χιροκάζου Κορε-Έντα, Ιάπωνα δημιουργό, ένα έργο για την απώλεια και τις μοναχικές διαδρομές της επούλωσης των τραυμάτων μέσα από την πολυπλοκότητα των σχέσεων και τη λυτρωτική επίδραση της τέχνης ‒ μία από τις λιγοστές αποδείξεις πως η δραματουργία μπορεί να σώσει ψυχές. Το Drive My Car εξιστορεί τη βαρύθυμη αποδοχή της σκηνοθεσίας του Θείου Βάνια από έναν άνδρα που έχει πρόσφατα χάσει την αγαπημένη σύντροφο της ζωής του. Ο Γιουσούκε Καφούκου ταξιδεύει στη Χιροσίμα, πανανθρώπινα συμβολικό μνημείο της ήττας και της επιβίωσης, για τη συγκεκριμένη ανάθεση, και ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο έρχεται σε επαφή είναι η Μισάκι Γουατάρι, η δυσπρόσιτη οδηγός ενός αριστεροτίμονου κόκκινου παλιού κάμπριο Saab.

 

Αποστασιοποιημένοι και λιγομίλητοι, οι δυο τους ανοίγονται σταδιακά, από τις περιστάσεις αλλά και από την ανάγκη επικοινωνίας. Συγκάτοικοι σε καθημερινά δρομολόγια, μοιράζονται μικρά τίποτε και χωρίς να το καταλάβουν η τυπική επαφή τους παραχωρεί τη θέση της σε μια άρρητη, συνωμοτική ρήξη ενός αναγκαστικού πρωτόκολλου.

 

Κι ενώ το Drive my car θα μπορούσε να είναι μια μίζερη άσκηση στη θλίψη, αποκτά ανάσες και ανάταση όσο περνά η ώρα και πυκνώνουν οι πρόβες του έργου. Ο θίασος βοηθά πολύ, και με διαφορετικούς τρόπους, στην προσέγγιση, από το ετερόκλητο καστ των κωφών και πολύγλωσσων ηθοποιών μέχρι τον Κότζι, που αναλαμβάνει τον ρόλο του Βάνια, παρά το νεαρό της ηλικίας του και το γεγονός ότι ήταν εραστής της σεναριογράφου Ότο, συζύγου του Καφούκου. Ο σκηνοθέτης το γνώριζε, τους είχε δει, χωρίς να το θέλει, να κάνουν σεξ στο σπίτι του, και τον στοιχειώνει το μυστικό της προδοσίας ‒ η κατανόηση και η λογική διεργασία των γεγονότων δεν απαλύνει την παραδοχή της δικής του ελλειμματικότητας, μετακυλίει την ήττα στον εαυτό του.

 

Φαινομενικά, ο παρορμητικός και ζηλιάρης Κότζι, όπως και η ορφανεμένη, απόμακρη Μισάκι, που έχασε τη μάνα της σε κατολίσθηση στο Χοκάιντο, είναι αποσταθεροποιητικοί παράγοντες για έναν άνθρωπο χαμένο στις σκέψεις και τη λύπη του, που θέλει την ησυχία του, κουβαλά το βάρος της απόρριψης της αγάπης, φοβισμένος ότι θα μείνει έρημος, και δεν είναι καν σίγουρος αν μπορεί ακόμη να ασκήσει ένα επάγγελμα διαχείρισης άλλων ανθρώπων και συναισθημάτων που δεν ελέγχει πλήρως. Παράλληλα με την έντονη παρουσία αυτών των δύο στην καθημερινότητά του, ανακαλύπτει εκ νέου ένα κείμενο που τον αγγίζει ακριβώς στο πρόβλημα που βιώνει, όπως, σχεδόν μεταφυσικά, ο Χαμαγκούτσι έχει βρει τον τρόπο, όχι ακριβώς να διασκευάσει έναν ιδιόμορφο συγγραφέα, όπως είναι ο Χαρούκι Μουρακάμι, αλλά να μεταφράσει οπτικοακουστικά το σύμπαν του και να δώσει πνοή στις μετρημένες λέξεις του διηγήματός του.

 

Με υπαινιγμούς που αξιοποιεί συνεχώς ο Χαμαγκούτσι στο περιθώριο των διαλόγων, τη ζωτική επανάληψη που προσφέρουν οι πρόβες στο κείμενο του Τσέχοφ και χειρονομίες, όπως το αξέχαστο κάπνισμα με τα χέρια πάνω από την οροφή του ανοιχτού αυτοκινήτου ‒ένα δείγμα ευγένειας και αρμονίας‒, το Drive my car, που ήθελε να τιμήσει το ομώνυμο τραγούδι των Beatles, δεν απέκτησε ποτέ τα δικαιώματα και στράφηκε στον Μπετόβεν με εξαίσιο αποτέλεσμα, δικαιώνει συγκινητικά τις τρεις ώρες της διάρκειάς του και μας δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να θαυμάσουμε έναν δημιουργό που, ενώ σέβεται μέχρι κεραίας όχι ένα αλλά δύο κείμενα, του Τσέχοφ και του Μουρακάμι, ενδιαφέρεται για την πλοκή και νοιάζεται για τη δυναμική και την «αποθεραπεία» των δυο κεντρικών χαρακτήρων, αποδεσμεύει μαγικά τους ήρωές του από το άχθος των λέξεων τις κατάλληλες στιγμές και τοποθετεί την κάμερα δίπλα τους, παρηγορώντας τους ευεργετικά.

 

Όπως οι μεγάλοι σκηνοθέτες, ο Χαμαγκούτσι συνθέτει εικαστικά δηλωτικές συνθέσεις (τα κάδρα του είναι άψογα, τα χρώματα συμπληρωματικά του τόπου και των διαθέσεων) χωρίς να τις επιβάλλει, και αφήνει χώρο και χρόνο να συναισθανθεί ο θεατής τις διεκδικήσεις των πρωταγωνιστών, κυρίως από τις λεπτομέρειες, αντί να τις προκαταβάλει.