Το μπεκετικό φάντασμα του παραλογισμού πλανάται πάνω από τον μακάβριο και απολαυστικό στοχασμό του Μάρτιν ΜακΝτόνα για μια φιλία που, απότομα και κωμικά, κόβεται στα δύο και γίνεται βεντέτα… εκδικητικού ακρωτηριασμού. Στο φανταστικό νησί Ινισέριν, στις ιρλανδικές ακτές, εκατό χρόνια πριν, ο Κολμ αποφασίζει χωρίς προειδοποίηση να «κόψει», όπως λέγαμε μικροί, με τον κολλητό του Πάντρικ.

 

Ενώ γνωρίζονταν από πάντα, μιλούσαν και διασκέδαζαν με τους ελάχιστους τρόπους που μπορεί κάποιος να ξεσκάσει σε μια περιορισμένων δραστηριοτήτων και μικρού πληθυσμού κοινότητα βοσκών, αγροτών και μικροεμπόρων, το καθημερινό τους ραντεβού στις δύο το απόγευμα για μια μπίρα στη μοναδική παμπ του τόπου έπαψε ξαφνικά να ισχύει.

 

Ο λόγος: ο Κολμ ένιωσε πως ο Πάντρικ είναι, απλώς, βαρετός. Και στον χρόνο που του απομένει, αν και δεν τον έχουν πάρει τα χρόνια, θέλει να αφιερωθεί στις λαϊκές συνθέσεις του και να πορευτεί μοναχικά, απερίσπαστος, με συντροφιά τον πιστό του σκύλο, αγναντεύοντας την εντυπωσιακή θέα από το σπιτάκι του, χαμένος στις σκέψεις και, όπως όλοι γνωρίζουν, την κατάθλιψή του. Το πρόβλημα: ο πολυλογάς Πάντρικ δεν το καταλαβαίνει και δεν το αποδέχεται. Πιστεύει πως είναι καλός άνθρωπος, ευγενικός με το ανθρώπινο και ζωικό ποίμνιο, τρυφερός με τη συγκάτοικό του, την αδελφή του, από τότε που οι δυο τους ορφάνεψαν και σίγουρα πιο ενδιαφέρων απ’ ό,τι, όπως διαφαίνεται στη συνέχεια, πιστεύουν όλοι οι συντοπίτες του.

 

Και επειδή ο Πάντρικ δεν παίρνει από λόγια, ο Κολμ, για να του δείξει πως εννοεί τη σιωπή και την απόσταση από τον πρώην φίλο του, εκπληρώνει την απειλητική υπόσχεση που του έδωσε και κόβει σύρριζα το ένα του δάχτυλο (για αρχή), ακυρώνοντας έτσι τη δεξιότητά του στο βιολί! Ενώ ο ιρλανδικός εμφύλιος μαίνεται στην ενδοχώρα, απέναντι από το φιλήσυχο νησάκι, ένας μικρός πόλεμος καβγάδων και ακρωτηριασμών για ασήμαντη αφορμή ενώνει και πάλι σε ένα υπέροχο, αν και εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, τους δυο εκτελεστές από την Αποστολή στην Μπριζ, τον Μπρένταν Γκλίσον και τον Κόλιν Φάρελ, σε μια ιστορία με πεισματάρηδες και πληγωμένους ανθρώπους που εγκλωβίζονται μεταξύ θυμοσοφίας και εγωισμού, αποφασισμένοι να τραβήξουν το σκοινί όσο πάει ‒ οι δυο τους, τόσο ευδιάκριτα ετερόκλητοι, χορεύουν μοναδικά.

 

«Συμπεριφέρεται σαν 12χρονος», παρηγορεί τον Πάντρικ ο χαζός του χωριού και κλοτσοσκούφι του βίαιου αστυνομικού πατέρα του, ο Ντόμινικ (καταπληκτικός ο Μπάρι Κιόγκαν που είχαμε πρωτοδεί στο Ιερό Ελάφι του Γιώργου Λάνθιμου, πάλι δίπλα στον Φάρελ), για να παρηγορήσει τον άναυδο Πάντρικ, ενώ ο Κολμ φανερώνει τη στοχαστική ιδιοσυγκρασία του στις τακτικές, σπαρταριστές εξομολογήσεις του στον ιερέα της ενορίας.

 

Η ουσία είναι πως σε έναν μικρόκοσμο κουτσομπολιού και αδράνειας, την ίδια στιγμή που ο κόσμος αλλάζει και καίγεται, ένας άνδρας επιθυμεί, και τελικά έχει, το αναφαίρετο δικαίωμα να μη σκοτώνει τον χρόνο του, για να αφήσει έστω και μια ταπεινή παρακαταθήκη στο μέλλον ως μια ευγενή και αόριστα καλλιτεχνική χειρονομία, διαπράττοντας το περίπου αμάρτημα, αν και ουδόλως αδίκημα, της διακοπής μιας παλιάς σχέσης. Το τραγούδι που παιδεύει να ολοκληρώσει λέγεται «The banshees of Inisherin» (εξού και ο τίτλος), όπου banshee, κατά τον μύθο, είναι το πνεύμα που ουρλιάζει λίγο πριν κάποιος πεθάνει. Μια δυσοίωνη μαυροφορεμένη γραία κόβει βόλτες στο νησί, σαν το κοράκι που καραδοκεί παρατηρώντας χαιρέκακα τις μικροκακίες και τις ατέλειες των άμοιρων και υπολογίζοντας αν οι θανάσιμες προφητείες της θα επαληθευτούν.

 

Ο ΜακΝτόνα, ένας δημιουργός που πλάθει χαρακτήρες με θεατρική ακρίβεια, βάζει στο στόμα τους διαλόγους ποιητικού ρυθμού και τους σπέρνει σε ένα σκηνικό κινηματογραφικής πλοκής, επέλεξε αυτήν τη φορά μια καταπράσινη σκηνή για να ανεβάσει μια επίκαιρη παραβολή για τον παραλογισμό της αυτοκαταστροφικής στενομυαλιάς και του στείρου επαρχιωτισμού – το απολαυστικό ξεφλούδισμα κρυφών τραυμάτων και μαζί μια έξοχη ιλαροτραγωδία, λιτή και περιεκτική. Τα Πνεύματα του Ινισέριν έχουν προταθεί για 10 βραβεία BAFTA και 9 Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία αυτά για την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και το σενάριο του Μακντόνα και τις τέσσερις ερμηνείες, ενώ ο Κόλιν Φάρελ έχει τιμηθεί ήδη από τις Χρυσές Σφαίρες και το Φεστιβάλ Βενετίας, κερδίζοντας εκεί τον μεγαλύτερο φετινό ανταγωνιστή του, τον Μπρένταν Φρέιζερ.