Ο Μαέστρος, η δεύτερη απόπειρα του Μπράντλεϊ Κούπερ στη σκηνοθεσία μετά το Ένα Αστέρι Γεννιέται, ξεκινά με τον ίδιο ως Λέναρντ Μπέρνσταϊν σε μεγαλύτερη ηλικία, να κοιτά προς τον φακό με το υγρό του βλέμμα και τη συναισθηματική του αμεσότητα ακόμη ατόφια, σε μια από τις πολλές τηλεοπτικές του συνεντεύξεις, με το τσιγάρο πάντα στο στόμα, τη φωνή αναπόφευκτα αλλοιωμένη, πιο ένρινη, και τα λόγια μετρημένα, λέγοντας πόσο του λείπει η σύζυγός του − η οποία έφυγε από τη ζωή, χτυπημένη από καρκίνο, το 1978.

 

Αμέσως μετά, σε μια ασπρόμαυρη αναδρομή, ο Λένι, προσφιλής και ακατάβλητος, στα άγουρα χρόνια της αναμονής για το μεγάλο break στο σύμπαν της συμφωνικής μουσικής, οικότροφος τότε του Κάρνεγκι Χολ, όταν έκανε παρέα με τον Άαρον Κόπλαντ, τον Τζερόμ Ρόμπινς και άλλους κυρίως γκέι καλλιτέχνες της νεοϋρκέζικης σκηνής, στα πρόθυρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πριν την καθιέρωσή τους, ξυπνά δίπλα στον εραστή του εκείνη την εποχή (έναν άνδρα που αγαπούσε αλλά εγκατέλειψε, όπως και άλλους, για να ακολουθήσει τη μεγάλη καριέρα και τη συμβατική βιτρίνα) και με ενθουσιασμό μαθαίνει τα σπουδαία μαντάτα της ξαφνικής ασθένειας του μαέστρου και της μοναδικής ευκαιρίας που του δίνεται να πάρει τη θέση του.

 

Τύχη και ταλέντο, φούρια και μεταδοτική χαρά στο πρώτο εικοσάλεπτο της ταινίας, με την ελπίδα για μια ιδιαίτερη και οπτικά πρωτότυπη βιογραφία καθώς −μετά την αυθεντικά αγαπησιάρικη γνωριμία με τη Φελίσια Μοντεαλέγκρε (θεόσταλτο λογοπαίγνιο για τον λάτρη των αναγραμματισμών, με το αλέγκρο του επιθέτου της, σαν οιωνός, να τον εμπνέει στη μουσική και τη διάθεση) και την αναμφισβήτητη χημεία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους− παρακολουθούμε τα πρώτα του έργα, όπως το θεατρικό μπαλέτο του Wonderful Town, να παίρνουν ζωή και τον κόσμο του να μετατρέπεται σε μια μεγάλη σκηνή γεμάτη μουσική και συμβολισμούς, μεταξύ της συνωμοτικότητας που νιώθει με τη μέλλουσα γυναίκα της ζωής του και των πειρασμών της σάρκας, που πάντα τον επισκέπτονταν και εκείνος δεν είχε καμία διάθεση να τους αποκλείσει από το θηριώδες σε δραστηριότητες καθημερινό του πρόγραμμα.

 

Η υπόσχεση διαψεύδεται κινηματογραφικά και η φιλόδοξη βιογραφία του παθιασμένου, πολυπράγμονος θρύλου της αμερικανικής μουσικής −του πρώτου «σοβαρού» διευθυντή της χώρας που διαδέχθηκε την ευρωπαϊκή σχολή με αντίκτυπο ανυπολόγιστης σημασίας για την κλασική παιδεία στην κατά βάση pop γενέτειρα της jazz και των blues− προχωρά σε συμβατικούς δρόμους, σε μια συνεχιζόμενη διελκυστίνδα ανάμεσα στο ζευγάρι, που στο μεταξύ είχε να μοιραστεί τρία παιδιά, θριάμβους και γλυκές στιγμές με την οικογένεια και με φίλους, αλλά και σε καυγάδες για τη φυγόκεντρη τάση του Μπέρνσταϊν, το ερωτικό φρόνημα του οποίου παρέμενε υψηλό, ακατάστατο και σχεδόν ανενδοίαστο, αδύνατο να καμφθεί, παρά τις ανθρώπινα τιτάνιες ασχολίες του. Με λίγα λόγια, μετατρέπεται σε δράμα μεταξύ ενός ναρκισιστή που εξαρτάται από τη δουλειά και τη σύζυγο και μιας στωικής γυναίκας που αναπόφευκτα εκρήγνυται.

 

Παρενθετικά, έγινε μεγάλη κουβέντα για το jewface του Κούπερ λόγω της προσθετικής μύτης και του γεγονότος ότι υποδύθηκε έναν Εβραίο ενώ δεν είναι − ανοησίες, το μακιγιάζ του βραβευμένου με δύο Όσκαρ, για την Πιο Σκοτεινή Ώρα και το Bombshell, Κάζου Χίρο, ο οποίος δεν παρέλειψε να απολογηθεί σε περίπτωση που έβλαψε κάποιους, αριστεύει και η καταγγελία στερείται βάσης και λογικής∙ ακόμη και τα παιδιά των Μπέρνσταϊν άδειασαν τους νεοκήνσορες.

 

Το θέμα δεν είναι αν ο Μπράντλεϊ Κούπερ μοιάζει πολύ ή λιγότερο με τον Μπέρνσταϊν, που τον θυμίζει μια χαρά και είναι καλός, με την Κάρι Μάλιγκαν ακόμη πειστικότερη και πιο συγκινητική. Το πρόβλημα με τον, ενισχυμένο στην παραγωγή από τον Σπίλμπεργκ και τον Σκορσέζε, Μαέστρο, που είναι στις μαύρες του ακόμη κι όταν το καλοκαίρι του τραγουδάει, όπως συνήθιζε να λέει, είναι πως έναν χρόνο μετά το Ταρ, μια καθαρή μυθοπλασία που θυμίζουμε πως βασίζεται σε ηρωίδα επηρεασμένη από αυτόν, προδίδει τον τίτλο του, δεν ασχολείται με τον μουσικό πλούτο που αποτέλεσε τη στόφα της ψυχοσύνθεσης και της φήμης του, δεν ξεπερνά τα στενά όρια της περιγραφικής βιογραφίας, και τελικά φυλακίζεται σε διαλόγους πικρής δέσμευσης και φθίνουσας «αγάπης που ‘γινε δίκοπο μαχαίρι» και για τον άπιστο και καταθλιπτικό Λένι αλλά και για την αξιοπρεπή και καταπιεσμένη Φελίσια.

 

Υπό την αιγίδα του Netflix, ο Μάεστρος, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο περασμένο Φεστιβάλ Βενετίας και προωθείται στα επερχόμενα Όσκαρ, κυρίως στις κατηγορίες του πρώτου ανδρικού και γυναικείου ρόλου, παραμένει ένα αξιοπρεπές, «σαλονάτο» μελό με μερικές αξιομνημόνευτες σεκάνς και το αόρατο μυστήριο στην ψυχή του Μπέρνσταϊν δραματικά ασαφές.