Συνηθίζουμε να λέμε ότι κάποιος που ακούει μόνο ρέγκε δεν μπορεί παρά να είναι καλός άνθρωπος. Δεν ισχύει το ίδιο για τις ταινίες. Στο Bob Marley: Οne Love ακούγεται σχεδόν αποκλειστικά ρέγκε, αλλά δεν είναι μια καλή ταινία, όχι από πλευράς ποιότητας όμως, γιατί καλόψυχη είναι, όπως και η μουσική του βιογραφούμενου.

 

Μέσω μιας παρατακτικής αφήγησης που σταματά σε σημαντικές στιγμές του βίου του Μπομπ Μάρλεϊ ή σε ελάσσονες, αλλά απαραίτητες κατά τη Μαύρη Βίβλο των κλισέ biopics –π.χ. ο καβγάς με τη σύζυγο– το φιλμ στηρίζεται σε ένα σενάριο φειδωλό σε δραματικές συγκρούσεις και πλούσιο σε μεγαλοστομίες. Υπάρχει ένα δέος προς τη μορφή του Μάρλεϊ, ο Τζαμαϊκανός μουσικός αντιμετωπίζεται ως ιεροκήρυκας, έτοιμος να κηρύξει τον Λόγο (του) κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του. Από μια πλευρά, αυτό έκανε ο Μάρλεϊ μέσω της μουσικής του, κήρυττε. Χρειαζόταν ένας δημιουργός σαν τον Κλιντ Ίστγουντ, ώστε να γυρίσει τις συγκεκριμένες σκηνές μετρημένα, στα όρια της αποδραματοποίησης, όπως στο Invictus, για να αποφευχθεί ο στόμφος που ξεχειλίζει από τα καρέ της δημιουργίας του Ρεϊνάλντο Μάρκο Γκριν.

 

Κι αν το σενάριο βλέπει τον Μάρλεϊ ως αγγελιοφόρο, έναν μεσσία του πενταγράμμου που φιλοδοξούσε να διδάξει την αγάπη και να προωθήσει την ειρήνη, ο σκηνοθέτης του King Richard, που ασπάζεται πλήρως αυτή την οπτική και δεν την υπονομεύει, δεν κάνει τίποτα για να ενισχύσει το πνευματικό στοιχείο και να υποστηρίξει το όραμα που υπαγορεύει το κείμενο. Στηρίζει πολλά στις πλάτες του Κίνγκσλεϊ Μπεν-Αντίρ, ο οποίος έχει δουλέψει πολύ για να χτίσει τη μανιέρα του ρόλου του, μα στην πορεία βολεύεται σε αυτή. Πρόκειται για μια ερμηνεία μονοσήμαντη, χωρίς η ευθύνη να βαραίνει τον ίδιο – έτσι έχει γραφτεί ο ρόλος του.

 

Φυσικά, όπως συνηθίζεται ακόμα και στις πιο ανέμπνευστες μουσικές βιογραφίες, η μουσική σώζει αν όχι τη μέρα, τουλάχιστον τα προσχήματα. Κι αν ούτε αυτό κρατήσει το ενδιαφέρον σου, μπορείς να μετράς τις φορές που ακούγεται η λέξη «Ρασταφάρι» μέσα στο έργο, για να περάσει η ώρα – αναμφίβολα διασκεδαστικό παιχνίδι, μα η καλλιτεχνική κληρονομιά του Μπομπ Μάρλεϊ αξίζει κάτι καλύτερο από εξυπνάδες σαν αυτή και από ένα biopic καμωμένο στον αυτόματο.