Το 1979 τα άτυχα μέλη του πληρώματος του Nostromo διαπίστωναν ότι το Xenomorph, ο «επιβάτης του διαστήματος», είναι πολύ δύσκολο να σκοτωθεί. Κανείς, όμως, δεν πίστευε ότι θα φτάναμε στο 2024 και το δημιούργημα των Ο’Μπάνον και Γκίγκερ θα ήταν ακόμα εδώ, απασχολώντας τα κινηματογραφικά πράγματα. Οι κυνικοί θα έλεγαν ότι η ζωή μιμείται την τέχνη και ότι η επιβίωσή του οφείλεται στην απληστία μιας πολυεθνικής. Οι ρομαντικοί ότι πρόκειται για μια πρωτότυπη δημιουργία, γεννημένη, μεταξύ άλλων, από το προσωπικό δράμα των εμπνευστών της − άρα κέρδισε την αθανασία χάρη στην αυθεντικότητα και την πρωτοτυπία της. Θυμίζουμε ότι ο Ο’Μπάνον έπασχε από νόσο του Crohn και όσοι έχουν «ευλογηθεί» με φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου γνωρίζουν τι σημαίνει να βράζουν τα σωθικά σου και να νιώθεις σαν να σε τρώει ένα πλάσμα από μέσα, ενώ ο Γκίγκερ αντλούσε έμπνευση για αυτές τις απόκοσμες εικόνες από τους εφιάλτες που έβλεπε τα βράδια.

 

Αν κάτι ξεχωρίζει το franchise από τα υπόλοιπα, είναι ότι κάθε του κεφάλαιο έχει το ξεχωριστό στίγμα του δημιουργού του. Ακόμα και ο Ρίντλεϊ Σκοτ, όταν επέστρεψε σε αυτό, δεν έκανε την ίδια ταινία, βούτηξε πρώτα στην κοσμογονία του «Prometheus» κι αφού είδε ότι οι φαν δυσαρεστήθηκαν, μετακινήθηκε στην περιοχή του αγνού, υπερστυλιζαρισμένου slasher με το «Αlien: Covenant», που απογοήτευσε ακόμα περισσότερο, αυτήν τη φορά λόγω χαμηλότερων φιλοδοξιών.

 

Μετά την εξαγορά της Fox από την Disney, οι γενετιστές του στούντιο ανέλαβαν την αναγέννηση του «Alien». Κι επειδή συνταγή που κερδίζει δεν αλλάζει, επέλεξαν την ασφαλή δημιουργική οδό του «Star Wars: The Force Awakens», δηλαδή του legacy sequel που πατά τόσο πιστά στη δομή της πρώτης ταινίας, ώστε κάλλιστα θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για χαλαρό remake. Όσο για τον ρόλο του επιτηρητή των εργασιών, αυτός ανατέθηκε στον Φέντε Άλβαρες.

 

Ο Άλβαρες ανήκει σε εκείνη τη γενιά σκηνοθετών που έχουν δει πολύ σινεμά, αλλά κράτησαν από αυτό μόνο τις εικόνες και τον τρόπο, χωρίς να εξετάζουν τι κρύβεται από πίσω, δίχως να σκοτίζονται για το γιατί το έκαναν έτσι οι παλιότεροι και, κυρίως, για το τι ήθελαν να πουν με αυτό. Στο «Alien» (1979) η κάμερα αιωρείται στους διαδρόμους του Nostromo για να αποδώσει την αίσθηση της απουσίας βαρύτητας –άρα ότι βρισκόμαστε στο διάστημα− κι ας έχει τέτοια εντός του σκάφους, ενώ κινείται διαρκώς για να υποδηλώσει την Εξέλιξη, μία από τις κεντρικές θεματικές της ταινίας. Στο «Alien: Romulus» ο φακός κινείται έτσι απλώς επειδή έτσι το έκανε ο Ρίντλεϊ Σκοτ και ο Άλβαρες θαυμάζει την ταινία του και τη δουλειά του.

 

Γενικότερα, πρόκειται για την πρώτη ταινία του franchise που δεν φέρει το δικό της δημιουργικό στίγμα – προφανώς δεν μετράμε για τέτοια το «Alien vs Predator», αλλά ακόμα και εκείνο είναι 100% ταινία του Πολ Γ. Σ. Άντερσον. Σαν καλός κινηματογραφικός DJ, ο Φέντε Άλβαρες ξεψαχνίζει όσα προηγήθηκαν και φτιάχνει ένα κινηματογραφικό DJ set από μεγάλες επιτυχίες της σειράς, που θα ικανοποιήσει μεγάλη μερίδα των φαν, που λαχταρούν τα νοσταλγικά beats και τα Easter eggs – να πιστώσουμε στον Άλβαρες, όμως, ότι τα εντάσσει οργανικά στο έργο, δεν σου τα τρίβει στο πρόσωπο με τη λογική αντίστοιχων εγχειρημάτων του MCU.

 

Η πρώτη πραγματικά δική του ιδέα, η οποία μάλλον είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο θα μνημονεύουμε το φιλμ μετά από λίγα χρόνια, έρχεται μόλις ένα τέταρτο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Επίσης, μια αμφιλεγόμενη επιστροφή θα μπορούσε στα χέρια άλλου σκηνοθέτη να σχολιάζει τον ψυχαναγκασμό των στούντιο να νεκρανασταίνουν όποιο brand name έχουν στον κατάλογό τους, μα εδώ εμφανώς υπηρετεί μόνο το fan service. Όσο για το θέμα της ταινίας –κάθε ταινία «Alien» έχει τουλάχιστον από ένα ξεχωριστό δικό της–, αυτήν τη φορά δεν μπορέσαμε να το εντοπίσουμε, πιθανότατα επειδή δεν υπάρχει. Ο Άλβαρες δεν θέλει τίποτα να ‘ναι πιο βαρύ απ’ το φτεράκι μιας μέλισσας ή, πιο σωστά, από την ουρά ενός facehugger.

 

Ευτυχώς υπηρετεί το είδος με επαγγελματισμό και αξιέπαινη υπομονή, τουλάχιστον για τα δεδομένα της κινηματογραφικής εποχής. Θα μπορούσε να επιταχύνει τον ρυθμό, θα μπορούσε να μας πυροβολεί με γλίτσα και οξύ από τα πρώτα λεπτά, αλλά ακολουθεί το μάθημα του Ρίντλεϊ Σκοτ και επιχειρεί να μας εντάξει στο σύμπαν της ταινίας, προτού ξαμολήσει το Xenomorph για μακελειό. Θα μπορούσε να γεμίσει την ταινία του με απαράσκευα jump scares, αλλά τα τοποθετεί με φειδώ − είναι όσα και όσο χρειάζεται ώστε να παρασχεθούν οι απαραίτητες ενέσεις αδρεναλίνης στη γαλαρία των multiplex. Kαι δίνει χώρο στην πρωταγωνίστριά του, Κέιλι Σπέινι, που φέρνει μια οικειότητα ανθρώπου της διπλανής πόρτας στη δική της Ρίπλεϊ, και κυρίως στον Ντέιβιντ Τζόνσον του «Rye Lane» –οι φαν της κομεντί να το δείτε αυτό–, που εντυπωσιάζει στον σύνθετο ρόλο ενός… Συνθετικού, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Φασμπέντερ. Επί της ουσίας ο Τζόνσον υποδύεται δύο διαφορετικούς χαρακτήρες, τον έναν μάλιστα ακολουθώντας μια συγκεκριμένη, προγενέστερη υποκριτική γραμμή – περισσότερα δεν κάνει να πούμε.

 

Η αναζήτηση του τέλειου οργανισμού μέσω της εξέλιξης, της μετάλλαξης, της γενετικής τροποποίησης ανήκει στα επανερχόμενα μοτίβα των ταινιών της σειράς. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι και το «Αlien: Romulus» χρησιμοποιεί με έναν μετα-κινηματογραφικό τρόπο DNA από όλες τις ταινίες της σειράς για να πλάσει το φιλμικό του ανάλογο. Μόνο που ο οργανισμός δεν προέκυψε τέλειος, απλώς λειτουργικός. Εδώ που έχουμε φτάσει, θα το πάρουμε και θα πούμε κι ευχαριστώ.