Η πραγματική τόλμη της ταινίας Κορίτσι (Χρυσή Κάμερα και Βραβείο στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα στο Φεστιβάλ Καννών) δεν οφείλεται στο σκληρό φινάλε, που ίσως σοκάρει και σίγουρα θα στενοχωρήσει τον θεατή που παρακολουθεί την καθημερινότητα της διεμφυλικής Λάρα, η οποία γεννήθηκε αγόρι, αλλά θέλει να γίνει μπαλαρίνα, ούτε στην εμπιστοσύνη που έδειξε ο σκηνοθέτης Λούκας Ντοντ για τον απαιτητικό, πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν χορευτή, τον Βίκτορ Πόλστερ, με μηδενική εμπειρία υποκριτικής, αλλά στην ηθελημένη, δεξιοτεχνική απουσία προσέγγισης ενός λεπτού θέματος με τη λογική του θριάμβου και τα αναμενόμενα στεγανά της τραγωδίας ενός περιθωριοποιημένου ατόμου.

 

Οι αντιδράσεις που προκαλεί στις συμμαθήτριές της η όμορφη, ευγενική, πάντα χαμογελαστή Λάρα είναι ανεπιτήδευτα cool: όταν η καθηγήτρια την προτρέπει να κλείσει τα μάτια στην αίθουσα χορού και ζητά να σηκώσει το χέρι της όποια από τις συμμαθήτριές της έχει πρόβλημα να αλλάζει μαζί της στα αποδυτήρια, η αμηχανία διαλύεται μπροστά σε μια εξαιρετικά πολιτισμένη ψηφοφορία με ανθρώπινη έκβαση. Και όταν φτάνει η στιγμή να «αναμετρηθεί» σωματικά με τις άλλες χορεύτριες, η κατανόηση δίνει τη θέση της σε μια εύλογη αμηχανία.

 

Μέσα της η Λάρα υποφέρει γιατί βλέπει πως τα στάδια της μετάβασης είναι αργά, ασύμφωνα με τους δικούς της ρυθμούς και την επιτακτική της ανάγκη να προσαρμόσει αυτό που βλέπει στον τρόπο που αισθάνεται. Ο γαλλόφωνος πατέρας της συμμερίζεται και συμπλέει, ανατρέφει τη Λάρα παράλληλα με τον μικρό αδελφό της, κοιτάζοντας το πρόβλημα με διακριτικότητα (αλλά ποτέ αδιάφορα), ενώ ταυτόχρονα διατηρεί την ελευθερία του ‒ πόρρω απέχει από το κλισέ του γονέα σκλάβου που θυματοποιείται, ενοχοποιείται ή αμύνεται επιθετικά.

 

Έχοντας ρυθμίσει το βλέμμα της κοινωνίας και της οικογένειας προς το Κορίτσι (ένα πλάσμα που γίνεται διαφορετικά αντιληπτό, ανάλογα με το αν τη γνωρίζουν ή όχι), ο Λούκας Ντοντ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο παρακολουθεί από πολύ κοντά μια συνεσταλμένη ψυχή σε ένα πολύ εσωτερικευμένο ταξίδι.

Σε έναν μικρόκοσμο φλαμανδικής ανοχής, το Κορίτσι είναι η μοναχική διαδρομής μιας 15χρονης, αγγελικά όμορφης τρανς που κλείνει το βάσανο στο δωμάτιο της και φοράει το πιο ευγενικό και αλεξίσφαιρο πρόσωπο για να μη δείξει την προσωπική της αγωνία. Οι λίγες στιγμές που η σύγκρουση γίνεται ορατή και σχεδόν ακούγεται σαν σωματική τιμωρία μιας φυλακισμένης με αναστολή είναι όταν το φύλο την προδίδει στις χορευτικές πρόβες.

 

Όσο κι αν κάνει υπομονή στις συνεδρίες με τον ψυχίατρο, στις σύντομες κουβέντες με τον πατέρα, στα τρυφερά ενσταντανέ με τον αγαπημένο της αδελφό, στα ραντεβού με τους γιατρούς για τη δοσολογία των ορμονών, η σύγχυση που βιώνει όποτε οι ασκήσεις και η ρουτίνα της χορογραφίας δεν συμφωνούν με την ανδρική σωματοδομή εκλύει την απωθημένη οργή για το λάθος που πασχίζει να διορθώσει.

 

Έχοντας ρυθμίσει το βλέμμα της κοινωνίας και της οικογένειας προς το Κορίτσι (ένα πλάσμα που γίνεται διαφορετικά αντιληπτό, ανάλογα με το αν τη γνωρίζουν ή όχι), ο Λούκας Ντοντ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο παρακολουθεί από πολύ κοντά μια συνεσταλμένη ψυχή σε ένα πολύ εσωτερικευμένο ταξίδι. Γι' αυτό και η πρόσκληση που απευθύνει δεν παραδίδεται στα αντικειμενικά εμπόδια της ενηλικίωσης.

 

Ο Βέλγος χορευτής Βίκτορ Πόλστερ καταφέρνει ένα μικρό θαύμα με την αβίαστη μεταμόρφωσή του: κερδίζει πανηγυρικά το στοίχημα της δικής του μετάβασης, μεταφέροντας την έκφραση της τέχνης που κατέχει σε ένα αθόρυβο, σχεδόν αμίλητο pas de deux λεπτεπίλεπτων συναισθημάτων με την κάμερα. Η αφοσίωσή του, μια παράδοση άνευ όρων, συγκινεί. Μακάρι να κερδίσει το βραβείο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, για το οποίο είναι φέτος υποψήφιος.