Το ντοκιμαντέρ The September Issue του Ρ.Τζ. Κάτλερ ήταν το (περσινό) γεγονός της χρονιάς για τους ανθρώπους της μόδας, φτιαγμένο από έναν σκηνοθέτη που μπήκε με περιέργεια κι όχι με κριτική διάθεση στα άδυτα του μεγαλύτερου περιοδικού στον χώρο. Η έλλειψη ατζέντας είναι και ο λόγος που η διευθύντρια Άννα Γουίντουρ, φημισμένη για την απόσταση που κρατάει από τους δημοσιογράφους και τις κάμερες, επέτρεψε στον βραβευμένο δημιουργό να κάνει ό,τι νομίζει και, κυρίως, να επιμεληθεί το τελικό μοντάζ. Ούσα κόρη δημοσιογράφου, κατανόησε από την αρχή πως το δικαίωμα του σκηνοθέτη, όπως αντίστοιχα ο δικός της λόγος στο περιοδικό που «τρέχει» με αναμφισβήτητη επιτυχία τα τελευταία 20 χρόνια, είναι ιερό και αναφαίρετο. Η πρώτη συνάντησή τους στα γραφεία της «Vogue» γέμισε με άγχος τον Κάτλερ, όταν μια καλή του φίλη είδε τα δάχτυλά του και του επισήμανε πως η Γουίντουρ θα παρατηρούσε αμέσως τα κακοκομμένα νύχια του και δεν θα τον εμπιστευόταν ποτέ για μια σοβαρή δουλειά. Μετά από ένα καταστροφικό μανικιούρ, όπου η Κορεάτισσα που τον φρόντισε φινίρισε τα νύχια του με polish (απόλυτο no για άντρα), ο σκηνοθέτης εξαφάνισε τα χέρια του κατά τη διάρκεια της συζήτησης, αλλά γρήγορα αντιλήφθηκε πως η Γουίντουρ δεν τον κάλεσε για να του κάνει... εξονυχιστικό έλεγχο. «Την ένοιαζε τι είδους κινηματογραφιστής είμαι», υποστήριξε ανακουφισμένος σε συνέντευξή του αργότερα. «Μπαίνοντας στον άγνωστο σε μένα κόσμο της "Vogue", δεν σήμαινε πως έπρεπε ν' αλλάξω τον εαυτό μου - ακριβώς το αντίθετο».

Ο Κάτλερ ξεκίνησε με σκοπό να γυρίσει ένα πορτρέτο της Γουίντουρ μέσα από τα επιτεύγματα και τον τρόπο εργασίας της στο περιοδικό, αλλά εκείνη του πρότεινε έναν πιο ενδιαφέροντα άξονα προσέγγισης: να επικεντρωθεί στο τεύχος του Σεπτεμβρίου (που κυκλοφορεί τον Άυγουστο κάθε έτους), που είναι και το αποκορύφωμα της συλλογικής προσπάθειας όλων των επιμέρους τμημάτων και των εξωτερικών συνεργατών, ένα εκδοτικό πρότυπο που καθορίζει τις τάσεις της μόδας και περιλαμβάνει αριστουργηματικά editorials. Στην ταινία η Γουίντουρ δείχνει να μην είναι εξοικειωμένη με την πανταχού παρούσα κάμερα, σαν να πρόκειται για την αφύσικη συνάντηση ενός ψυχρού ματιού με μια ψυχρή επαγγελματία. Αυτή όμως που στην αρχή αντέδρασε πιο σθεναρά απ' όλους ήταν η Γκρέις Κόντινγκτον, η creative director και δεξί χέρι της Γουίντουρ στα 20 χρόνια που σχεδόν ταυτόχρονα ανέλαβαν τις θέσεις τους στο περιοδικό. Η ουαλικής καταγωγής πρώην καλλονή, μοντέλο στα νιάτα της, φωτογραφημένη από τον λόρδο Snowdon και βετεράνος στον όμιλο της Conde Nast, αφού πριν την αμερικανική είχε δουλέψει σε άλλο πόστο στη βρετανική «Vogue», με τα πολλά πείστηκε από το «αφεντικό» της και, όπως φαίνεται από το ντοκιμαντέρ, ξετύλιξε τις πτυχές της ευαισθησίας και του επαγγελματικού της ήθους αβίαστα και πολυδιάστατα. Δεν είναι υπερβολή να επισημάνουμε πως η Κόντινγκτον κλέβει την παράσταση από τη σαφώς πιο γνωστή Γουίντουρ, καθώς αποκαλύπτει ένα πιο ανθρώπινο προφίλ, και μέσα από τις ανεπαίσθητες συσπάσεις του διάφανου προσώπου της φαίνονται το χιούμορ, το ταμπεραμέντο, οι προτιμήσεις, οι λύπες και οι χαρές που εισπράττει από τη δουλειά, που, όπως δηλώνει και η ίδια, αγαπάει παθιασμένα. Κι ενώ η ταινία θα έπρεπε να είναι επικεντρωμένη κυρίως στη Γουίντουρ, η ζυγαριά άτυπα κλίνει προς την Κόντινγκτον, που είναι η φυσική γέφυρα ανάμεσα στους καλλιτέχνες που παράγουν την εικόνα και τον καθημερινό μόχθο του στησίματος της «Vogue». Από ντοκιμαντέρ, η ταινία μετατρέπεται σε πορτρέτο, με τη μορφή χρονικού.

Οι δυο γυναίκες μοιάζουν σε πολλά. Αγαπούν με πάθος, αν και με αποκλίσεις στο ύφος και το γούστο, τη μόδα και τους συντελεστές της. Αν και μεγάλες σε ηλικία (η Γουίντουρ είναι 62 και η Κόντινγκτον 69) δουλεύουν σε εξοντωτικά ωράρια, δεν παραπονιούνται και ταξιδεύουν όποτε τους καλεί το καθήκον, φτάνοντας πρώτες στις προνομιακές θέσεις των defile. Πλέκουν το εγκώμιο η μια της άλλης, διασκεδάζοντας το χρόνιο κουτσομπολιό περί προβληματικής συγκατοίκησης. Μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας, γνωρίζουν τις διαφορές τους και τις σέβονται - μάλιστα, η διευθύντρια του δημιουργικού λέει πως ξέρει πως πρέπει να πείσει την προϊσταμένη της, αλλά ξέρει και πότε οφείλει να υποχωρεί, όταν η Γουίντουρ απορρίπτει πανάκριβες λήψεις ή ευφάνταστες προτάσεις για editorials. Η Κόντινγκτον δεν κρύβει τις συχνές απογοητεύσεις της στην ταινία αλλά και σε συνεντεύξεις. Λέει πως αγαπάει την Άννα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πολλές φορές δεν θέλει και να τη σκοτώσει. Ωστόσο, τα όρια της δικαιοδοσίας της καθεμιάς είναι δεδομένα και σχεδόν αδιαπραγμάτευτα, παρά τις εποικοδομητικές «οικογενειακές» συσκέψεις πριν από το κλείσιμο κάθε τεύχους. Αν ο Andre Leon Tally είναι απλώς μια εκκεντρικά παχουλή, χαριτωμένα ανορθόγραφη πινελιά στο περιοδικό (αντίθετα με την πραγματικότητα, δεν καταλαμβάνει πολύ χώρο στην ταινία), η ρομαντική Κόντινγκτον είναι η ψυχή του και η ρεαλίστρια Γουίντουρ ο ιθύνων νους, η σιδηρά κυρία που χαράζει τη στρατηγική και παίρνει τις τελικές αποφάσεις. Στις περισσότερες σκηνές η Γουίντουρ εμφανίζεται σκεπτική και προβληματισμένη, έχοντας να ισορροπήσει ανάμεσα στο οικονομικό-τεχνικό και το δημιουργικό κομμάτι. Τυπική και αγέλαστη με τους στενούς συνεργάτες της, γλυκαίνει και γίνεται γοητευτική με σχεδιαστές όπως ο Γκωτιέ, φωτογράφους όπως ο Mario Testino, αλλά και ανώτερούς της στην corporate ιεραρχία του ομίλου. Στην προσπάθειά της να διαλύσει το μύθο της απροσπέλαστης αυτοκράτειρας, ανοίγει το σπίτι της και, αν και δεν αναφέρει ποτέ τον σύζυγο και τον γιο της, συναινεί σε μια συνέντευξη της κόρης της, Bee, η οποία δηλώνει πως εκτιμά αφάνταστα τη δουλειά της μητέρας της, αλλά δεν την ενδιαφέρει καθόλου ο χώρος της μόδας (σοκ αποτυπωμένο σε nuances). H Γουίντουρ την κοιτάζει αινιγματικά και δείχνει να μην έχει πει την τελική της κουβέντα επί του θέματος, με ένα μητρικό, αν και αμφιλεγόμενο, «θα δούμε...».

Ο Κάτλερ έχει συλλάβει την ουσία της Γουίντουρ, την κομψή και αυστηρή αύρα της, τη φιλοσοφία της, την ατσάλινη αποφασιστικότητά της - μια Joan Crawford στην εκδοτική πεζότητα. Και εξερευνά μικρές εξωτερικές λεπτομέρειες πέρα από τη σήμα κατατεθέν κόμμωση της και το κλασικό της ντύσιμο, όπως το ντροπαλό βλέμμα και μια αμήχανη μοναχικότητα. Αντίθετα, η Κόντινγκτον, κινητική και πρακτική μέσα στη μαύρη στολή της, επικοινωνεί με μεγαλύτερη ευκολία, είναι παρούσα σε κάθε μεγάλη φωτογράφιση και εμψυχώνει μοντέλα, σταρ και καλλιτέχνες, θαυμάζει απερίστροφα την ομορφιά, εμπνέεται από αυτήν και την ίδια στιγμή ρυθμίζει πολλές εκκρεμότητες, έχοντας παράλληλα στο μυαλό της τη μεγάλη εικόνα που ενώνει ως παζλ από τις φωτογραφίες και τις σημειώσεις της. Το συγκεκριμένο «September Ιssue» του 2007 αποδείχτηκε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο στην ιστορία του περιοδικού, με 840 σελίδες και 13 εκατομμύρια πουλημένα αντίτυπα. Η Γκρέις Κόντινγκτον αναδύθηκε από την κάστα των ειδικών, που μόνο αυτοί γνώριζαν το ταλέντο της, ως πιο συμπαθής και «καλλιτέχνις», ωστόσο η Γουίντουρ γκρέμισε τον τοίχο που τη χώριζε από το μεγάλο κοινό, και μάλιστα στη συνέχεια δέχθηκε να δώσει τηλεοπτικές συνεντεύξεις για να προωθήσει την ταινία και κυρίως να προπαγανδίσει το εκδοτικό της παιδί. Η ταινία είναι μια σπάνια, εκ βαθέων ματιά, σε ένα ερμητικά κλειστό σύμπαν με κυρίαρχο το μότο της Γουίντουρ «πάνω απ' όλα η δουλειά». Αποτυπώνει ανάγλυφα την υψηλού επιπέδου δημιουργική σύμπνοια, που δεν είναι απαραίτητα γλυκερή και ελεήμων. Και ως υποσημείωση για την κρίση, πριν από λίγες ημέρες διάβασα το αντίστοιχο τεύχος του 2010. Ή τουλάχιστον προσπάθησα να αρχίσω, καθώς το πρώτο θέμα ξεκινά από τη σελίδα 350! Εκεί σταματούν οι διαφημίσεις και τα εισαγωγικά με τους συνεργάτες και το editorial της Γουίντουρ...