Ο στρατός θα προσφέρει προστασία στους μοναχούς, αλλά εκείνοι θα αρνηθούν. Αρχίζουν να αναρωτιούνται αν θα πρέπει να εγκαταλείψουν το μοναστήρι ή όχι. Παρά την αυξανόμενη απειλή, συνειδητοποιούν ότι πρέπει να μείνουν... με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η ταινία, που άφησε άριστες εντυπώσεις στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών και απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, εμπνεύστηκε από τη ζωή των κιστερκιανών μοναχών που ζούσανε στην Αλγερία από το 1993 έως την απαγωγή τους, το 1996. Ένα συνταρακτικό περιστατικό εμπνέει μια αυστηρή ταινία, σχεδόν ασκητική στη φόρμα της, αναμφισβήτητα όμορφη, αλλά εξίσου αδιαπέραστη όσο και το γκριζωπό κι απόκρυφο περιβάλλον των μοναχών. Ο Μποβουά κάνει εξαιρετική δουλειά στην ισορροπία του πνευματικού λόγου και της αναγκαίας σιωπής, φωτίζοντας τη συμβιωτική αλληλεγγύη μιας ομάδας δοκιμαζόμενων «εκλεκτών» που διστάζουν μεταξύ των αδυναμιών τους και των ιερών όρκων, ανάλογα με την προσωπικότητα και τις προτεραιότητές τους - μια ιδιότυπη δημοκρατία σε καθεστώς εισβολής, εντέλει. Το μοναδικό και όχι αμελητέο πρόβλημα του φιλμ είναι η καθαρότητά του. Λόγω της ευκρίνειας του θέματος και της συγκεκριμένης υφής του, ο Μποβουά δεν στρίβει καθόλου, αν και θα μπορούσε, επιλέγοντας την απόσταση. Πολλές φορές, οι δραματικές αποφάσεις χάνονται σε μια ξύλινη λιτανεία του φόβου, χωρίς να συμβαίνει κάτι αξιοσημείωτο. Υπερβολικά σαφές, πολλές φορές, σημαίνει και υπερβολικά προφανές.