Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον είναι, λέμε τώρα, το παιδί του Κισλόφσκι και του Φόρεστ Γκαμπ. Από τον πρώτο δανείζεται τις συμπτώσεις, χωρίς όμως τη μεταφυσική τους βαρύτητα. Από τον δεύτερο δανείζεται πολλά περισσότερα, διόλου τυχαία, μιας και ο σεναριογράφος είναι ο ίδιος, ο Έρικ Ροθ. Ο Φόρεστ Γκαμπ ήταν επίσης ένας ήρωας που διέτρεξε τη Ιστορία χωρίς η Ιστορία να τον θεωρήσει ήρωα. Ως φανταστικός χαρακτήρας, ο Μπάτον, όπως και ο Γκαμπ, ήταν μια ασυνήθιστη περίπτωση, χωρίς η παθολογία του να προκαλέσει τη συμπάθεια ή τον οίκτο. Ο Γκαμπ, ωστόσο, υπήρξε, στη φαντασία του συγγραφέα, ένας απροσδόκητος και άκλαυτος κομπάρσος σε μερικές από τις σημαντικές στιγμές της νεότερης περιόδου, επηρεάζοντας την εξέλιξή τους, στο μέτρο που ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει τη διαφορά. Ο Μπάτον είναι παρατηρητής. Γεννιέται με μια τρομερή δυσμορφία και τα χαρακτηριστικά γέρου. Τον έχουν όλοι ξοφλημένο, αλλά μια νέα γυναίκα τον περιθάλπει στο γηροκομείο όπου δουλεύει. Λευκός γιος μιας μαύρης μάνας, μεγαλώνει σαν νάνος ανάμεσα σε γέρους και, ω τού θαύματος, ενηλικιώνεται διαψεύδοντας τη φθορά, αντί να πεθάνει σε λίγους μήνες, όπως όλοι περίμεναν. Συνηθισμένος στην ιδέα του θανάτου, μοιάζει να μην πιστεύει ότι η κάθε μέρα που ξημερώνει μπορεί να του ανήκει. Έφηβος, με το παρουσιαστικού ώριμου άνδρα, ξενιτεύεται. Μπαρκάρει και γνωρίζει τον έρωτα σε τρία στάδια. Πρώτα στις πουτάνες, μετά με μια περίεργη γυναίκα που τον θέλει για σεξ (η τρομερή Τίλντα Σουίντον), και τέλος με την παιδική του αγάπη, που η μοίρα τον φέρνει και πάλι κοντά της, όταν εκείνη, η Ντέιζι (Κέιτ Μπλάνσετ), επιστρέφει στην πόλη ως πολλά υποσχόμενη μπαλαρίνα. Η σκηνή όπου αυτός τη λαχταράει και η Ντέιζι, μεθυσμένη από αυτοπεποίθηση και νεανική τρέλα, λικνίζεται μεθυστικά σε ένα pavilion, είναι κομψοτέχνημα, μικρό δείγμα της αιθέριας σκηνοθεσίας του Φίντσερ, ο οποίος φέρνει κοντά δυο ανθρώπους που έχουν επιβιβαστεί σε διαφορετικές αμαξοστοιχίες και τέμνονται κάπου στη μέση - η ταινία είναι μια ανομολόγητη απαρίθμηση πικρών αποχαιρετισμών. Και λέω ανομολόγητων, γιατί ο Μπραντ Πιτ είναι ανέκφραστος και ανεπαρκής στο άχθος που επέλεξε, ένα ρόλο που αντιδράει ελλείψει πείρας όταν είναι νέος και ματώνει μπροστά στο τέλος, καθώς τα νιάτα δεν του προσφέρουν παρά τη συρρίκνωση προς την αυλαία. Αλλά και ο Φίντσερ ευθύνεται γιατί φόρτωσε την ιστορία με μεγάλες σκηνές, βαριές μα χωρίς βάρος, σε μια σειρά συμπτώσεων, συναντήσεων, ξαφνικών αποφάσεων, απωλειών, χωρίς χιούμορ και αφομοιωμένη κατανόηση περί του μεγέθους και της σημασίας του χρόνου. Κι επειδή ο Αμερικανός κάλλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί πως ο χρόνος δεν υπάρχει, και θα είχε εννοιολογικά δίκιο, ελάχιστα πράγματα λειτουργούν στην ταινία του πέρα από τη σπαζοκεφαλιά για το πότε ο Πιτ είναι μακιγιαρισμένος και πότε έχει μεταβληθεί σε ψηφιακό πόνημα - σε μερικές περιπτώσεις δεν θα καταλάβετε τη διαφορά, και σε άλλες θα δείτε καθαρά τις ραφές. Η ταινία είναι μια χαμένη ευκαιρία, ένας ψυχρός απολογισμός, που βάζει ακόμη και τη μεταφορική σημασία (ως φαινόμενο που απειλεί να ξεριζώσει τη μνήμη, φαντάζομαι) στο λογαριασμό. Τα εμβόλιμα περιστατικά με το γέρο που τον χτυπάει ο κεραυνός και επιζεί, οι στροβιλισμοί του φινάλε, η κυνική λαγνεία της Σουίντον είναι μερικές από τις αφορμές για να πούμε κρίμα.
Αναφορά
| Μόνιμος σύνδεσμος |
- Facebook
- Twitter
- E-mail
1