Αναμφίβολα κομμάτι της μυθολογίας του «Star Wars», το «Rogue One» διαφημίζεται ως αυτόνομη περιπέτεια στην καρδιά του σύμπαντος του Τζορτζ Λούκας και τα καταφέρνει να λάμψει. Το πολεμικό δράμα, με την πλάστιγγα να κλίνει περισσότερο προς τις εντυπωσιακές εχθροπραξίες και το συναισθηματικό δίλημμα να παραμένει πιο προφανές, τοποθετείται χρονικά ανάμεσα στην «Εκδίκηση των Σιθ» και τη «Νέα Ελπίδα» στο ξεκίνημά της και απομακρύνεται εντελώς από τους Ατρείδες του Διαστήματος, την οικογένεια των Skywalker και τις παραφυάδες της. Η ηρωίδα που παίρνει τη σκυτάλη από τις προκατόχους της είναι η Τζιν, η κόρη του επιστήμονα Γκάλεν Έρσο (Μίκελσεν), ο οποίος παρασύρθηκε από τη δύναμη της σατανικής Αυτοκρατορίας και βοήθησε σημαντικά στην κατασκευή του θανάσιμου Death Star. Ο Έρσο είναι πλέον φυγάς και η κόρη του το σκάει από τα χέρια του αξιωματούχου Κρένικ (Μέντελσον) για να σωθεί από τον επίδοξο απελευθερωτή Σο Γκερέρα (Φόρεστ Γουίτακερ) και, νέα κοπέλα πια, να γίνει πιόνι στις επαναστατικές διαθέσεις του στρατιώτη Κάσιαν (Λούνα). Κι ενώ εκείνη προσπαθούσε επί χρόνια να απωθήσει το τραυματικό παρελθόν, οι περιστάσεις τη φέρνουν κοντά στην έννοια της οικογένειας και έναν απώτερο σκοπό. Με μπούσουλα την ελευθερία και βάρκα την ελπίδα, η παρέα του «Rogue One» (που είναι ο πρώτος απείθαρχος και ουσιαστικά και συμβολικά λειτουργεί ως πολεμικό σύνθημα) ενώνεται δυναμικά με μια ομάδα κρούσης, οργισμένη κι εκδικητική σαν τους 12 που ήταν Καθάρματα, και τα βάζουν με τους πραγματικούς κακούς, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε και έναν παλιό μας γνώριμο, τον στρατηγό Τάρκιν, τον ίδιο τον Πίτερ Κούσινγκ, θαυματουργά αναστημένο ψηφιακά.

 

Στην ταινία κυκλοφορούν κι άλλα οικεία σημάδια, όπως ο Νταρθ Βέιντερ και τα μηχανικά τέρατα από το «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται», ευτυχώς όμως δεν περιρρέει το άγχος και το άχθος του σεβασμού της επαναφοράς που κράτησε στο επίπεδο της σεβάσμιας ανθολογίας το περσινό «The force awakens». Μπορεί ο Τζ.Τζ. Έιμπρααμς να είναι ένας μανιώδης, τελειομανής εικονολάτρης που δεν ψαρεύει απλώς από τη δεξαμενή του Τζορτζ Λούκας αλλά έχει μάθει να ελίσσεται ως δεινός κολυμβητής στα νερά του, ο Γκάρεθ Έντουαρντς όμως του πρόσφατου «Γκοτζίλα» φέρνει τη δική του ματιά στο μεδούλι του μύθου, χωρίς να αναπαραγάγει πιστά το DNA του − δεν χρειάζεται, φροντίζουν οι απαρασάλευτες κατευθυντήριες γραμμές της Disney και της Lucasfilm γι' αυτό. Το «Rogue One», εμπνευσμένα επενδεδυμένο μουσικά από τον νεοεισελθόντα Μάικλ Τζιακίνο, κρύβει μεγαλύτερη απόλαυση από το καθολικό reboot του «Force Awakens», σαν ένα τεράστιο, επίσης πανάκριβο b-movie, βγαλμένο από την ίδια εργαλειοθήκη, με γερά στοιχεία, στέρεα δομή, φρέσκους χαρακτήρες (επίσης αστείους, όπως το ρομπότ του Λούνα με το κυνικό χιούμορ και την αναπάντεχη συμπεριφορά) και μια καθηλωτική τρίτη πράξη που διαδραματίζεται ταυτόχρονα στο έδαφος με παραδοσιακά μέσα και στους αιθέρες με απανωτά βολ πλανέ − ένα αβίαστο κλείσιμο του ματιού στο παρθενικό ταξίδι του «Πολέμου των Άστρων» του 1977. Δείχνει ότι διαθέτει καύσιμο για τα επόμενα ταξίδια του.