Ο ψύχραιμος, ανοιχτόμυαλος, λογοτεχνικού ύφους κριτικός των «New York Times» Anthony O. Scott είχε επαινέσει το προηγούμενο The fast and the furious, που τόσο δοξολογήθηκε λόγω του αδικοχαμένου Πολ Γουόκερ, επισημαίνοντας τη συνεχιζόμενη πρακτική των δημιουργών του να σπάνε τα ρατσιστικά και σεξιστικά κλισέ, και μάλιστα χωρίς να το κάνουν θέμα, πράγμα πρωτόφαντο σε μεγάλης κλίμακας studio παραγωγή. Πώς ένας τόσο καλλιτεχνικά πληροφορημένος επαγγελματίας διέκρινε κάτι που προσωπικά δεν βλέπω πουθενά στη σειρά, πόσο μάλλον στο νούμερο 7 των Μαχητών των Δρόμων, και προσπέρασε ελέφαντες και τέρατα που προκαλούν ρίγη αηδούς αμηχανίας με ξεπερνάει κανονικά.

 

Ο Ντομ βάζει στοίχημα την αστραφτερή late '50s Chevy Impala του, με τη λογική πως δεν κερδίζει το γρηγορότερο αυτοκίνητο αλλά ο καλύτερος οδηγός.

 

Ας πάρουμε το ξεκίνημα του Fate of the Furious που διαδραματίζεται στην Αβάνα –ναι, στην Αβάνα–, η οποία άνοιξε τις πόρτες της στο Χόλιγουντ και αποφάσισε να κάνει δουλειές με το συγκεκριμένο franchise λόγω μαγκιάς, ταχύτητας, machismo, της γενικότερης σέξι υποδήλωσης της ταινίας και, φυσικά, της εξασφαλισμένης επιτυχίας. Ο Ντομ Τορέτο περνάει ζάχαρη με την αγαπημένη του Λέτι στην πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής Κούβας και από το πουθενά γίνεται ένας μικρός τσαμπουκάς με τον ξάδελφο του, που κινδυνεύει να χάσει το αυτοκινητάκι του για απλήρωτα χρέη σε έναν από τους ντόπιους αρχηγούς των δρόμων. Ο Ντομ βάζει στοίχημα την αστραφτερή late '50s Chevy Impala του, με τη λογική πως δεν κερδίζει το γρηγορότερο αυτοκίνητο αλλά ο καλύτερος οδηγός. Τα πλήθη αλαλάζουν καθώς δύο vintage αμάξια, που συνάδουν με το πνεύμα της παρακαταθήκης των Αμερικανών σε πολύχρωμες κουρσάρες, ενθυμήματα της προ Κάστρο πολυτελούς αποίκησης, μαρσάρουν με θόρυβο και ρολάρουν φρενιασμένα στους στενούς δρόμους, στα σοκάκια και στις λεωφόρους της Αβάνας, λίγο πριν φτάσουν στην παραλιακή, όπου γκόμενες με ιλιγγιώδη ψηλοτάκουνα και καυτά σορτς και τύποι με άφθονα μπράτσα και ανάρια μυαλά περιμένουν με αγωνία την άφιξη των μονομάχων, χειροκροτώντας και φωνάζοντας σαν να βρίσκονται στο αμερικανικό Superbowl. Το δανεικό σαράβαλο του Τορέτο έχει σκελετωθεί στη διαδρομή –μετά βίας τού έχει απομείνει το σασί, αλλά έχει πειράξει ανελέητα τη μηχανή, με πυραυλικούς προωθητήρες που σίγουρα θα προκαλέσουν ρεύσεις στους αμετανόητους φαν και τους απανταχού ηλεκτρολόγους μηχανικούς– και ετοιμάζεται για ένα ακόμη εξωτικό photo finish, με φουλ όπισθεν και τέρμα αδρεναλίνη, όπως αρμόζει στον πανίσχυρο Βιν, τον πιο άκαμπτο, μονόχνοτο ηθοποιό που κυκλοφορεί στα πλατό. Πριν η ταινία φτάσει στο φινάλε, την έκβαση του οποίου μπορείτε εύκολα να προβλέψετε, έχει γίνει η τοπογραφική διαφήμιση μιας χώρας πρόθυμης να υποκύψει για μια ακόμη φορά στα θέλγητρα μιας «fun & party» Αμερικής, και αυτή η εναρκτήρια σεκάνς, που μοιάζει με μικρού μήκους καμπάνια, συνοδευτική της πρόσφατης προεδρικής/επιχειρηματικής επίσκεψης Ομπάμα, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη μορφή του Τσε Γκεβάρα ως φόντο σε τοίχο γειτονιάς, την ώρα που περνούν οι μαχητές και η επανάσταση τρώει τη σκόνη τους. Μισό αιώνα η Κούβα χόρευε στην περηφάνια της και έβραζε στο ζουμί της (ανάλογα με τα γούστα και τη ματιά του καθενός) και είναι τουλάχιστον ειρωνικός ο τρόπος εκπόρθησης της χώρας από τους κατακτητές – με εύσχημο τρόπο, είναι αλήθεια, αφού ο Κουβανός που χάνει το στοίχημα πονηρά αναγνωρίζει την ανωτερότητα και την μπέσα του Ντομ σε έναν κώδικα τιμής που φέρνει, αλήτικα κι ωραία, τις κουλτούρες των δύο λαών πιο κοντά.

Με ένα ρεσιτάλ κάκιστων ερμηνειών και εξωφρενικών, καλογυρισμένων σκηνών δράσης που στήνονται περισσότερο στη λογική των ανεξάρτητων σεκάνς, χωρίς να είναι οργανικά δεμένες στην πλοκή, οι Μαχητές των Δρόμων συνεχίζουν το βιολί τους αλλά και τη namedropping συνήθεια των τελευταίων ετών, με την Έλεν Μίρεν, τον Τζέισον Στέιθαμ, τον Λιουκ Έβανς και τη Σαρλίζ Θερόν, στον ρόλο της αινιγματικής Σάιφερ, να εκβιάζει τον Τορέτο και να τον γυρίζει στην εγκληματική φύση του, χαλώντας την ηρεμία της παρέας και τις γλυκιές μέρες του μήνα του μέλιτος στην Αβάνα. Αν το μέτρο της κορύφωσης της σειράς είναι τα αυτοκίνητα που έπεφταν βροχή από το αεροπλάνο στο Fast 7, δεν νομίζω πως οι παραγωγοί και ο Φ. Γκάρι Γκρέι (ικανός αφηγητής, αλλά τι να πρωτοκάνει με όλους αυτούς...) βρήκαν κάτι καλύτερο να επιδείξουν πέρα από εκρήξεις, παντιλίκια μέχρι τελικής πτώσεως και ίσως μερικά ακόμη αυτοκίνητα που κατρακυλάνε από παντού, για να παγιδεύσουν έναν στόχο. Η επιτυχία της ταινίας, πέρα από τη μαθηματικά προδιαγεγραμμένη εμπορική της απήχηση στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου (η Κίνα ανταγωνίζεται στα ίσα τις ΗΠΑ σε εισπράξεις) βρίσκεται κυρίως στον τρόπο που προπαγανδίζει έναν αμερικανικό τρόπο ζωής, πατώντας στα κλασικά πρότυπα των '50s, με μια ανεπαίσθητη και επιδερμική βελτίωση στα σχήματα περισσότερο και καθόλου στις δομές. Μια γυναίκα είναι η κακιά της υπόθεσης (η Θερόν επαναλαμβάνει την ακίνητη μοχθηρία της), μια άλλη, δυναμική γυναίκα στέκει επάξια στο πλευρό του Ντομ (η Μισέλ Ροντρίγκεζ, εντελώς χωρίς ρόλο εκτός από αυτόν της απορημένης και προδομένης που φοράει στρατιωτικό φανελάκι), μια άλλη με αγγλική προφορά κάνει μούτες και μοιάζει να βγήκε μόλις από το κομμωτήριο και, κατά τα άλλα, οι άνδρες μονοπωλούν τη δράση και τις ατάκες τις δήθεν έξυπνες και αστείες, διαιωνίζοντας το αρχέτυπο του «οδηγού», του γενναιόδωρου και μερακλή, που αξίζει να του συγχωρεθούν οι παρασπονδίες. Δεν δίνεται περαιτέρω εξήγηση, γιατί σημασία έχουν τα αυτοκίνητα. Και το soundtrack.