Ο Κλιντ Ίστγουντ επανέρχεται μετά το Gran Torino ως ηθοποιός και δεν χαρίζεται στους όψιμους θιασώτες της πολιτικής ορθότητας. Υποδύεται έναν ηλικιωμένο που δέχεται να γίνει βαποράκι για τη μεξικάνικη μαφία και πλοηγεί αρχικά το pick up φορτηγάκι που έχει από παλιά και με τα πρώτα χρήματα που κερδίζει ένα σένιο SUV στα σύνορα, για παράδοση και επιστροφή για καινούρια δρομολόγια.

 

Ποιος θα υποψιαστεί έναν all American γέρο άνθρωπο άλλωστε; Και τι έχει να χάσει σε τόσο προχωρημένη ηλικία ένας μοναχικός λύκος; Αν και η κόρη του τον νοιάζεται ακόμη, έχει κάνει όλες τις λάθος κινήσεις για να αποξενωθεί από την οικογένειά του και πλέον είναι έρημος. Η παράνομη δραστηριότητα του τού δίνει μια τελευταία ευκαιρία να επανορθώσει. Όχι μελωμένα, αλλά με τον γνωστό, καθόλου απολογητικό, τυπικά clintian τρόπο.

 

Ο κυνισμός του εξακολουθεί να εκφράζεται με ξερό χιούμορ: σε μια σκηνή συναντά μια παρέα από ομοφυλόφιλες γυναίκες σε μια στάση τους να ρίξουν μια ματιά στις μοτοσυκλέτες τους. Αγνοώντας τις dykes on bikes, εκπλήσσεται που τις γνωρίζει και όταν μια από αυτές του απευθύνει το λόγο, λέγοντας, ευχαριστώ παππούλη, εκείνος της αντιγυρίζει, γεια σου λεσβία – bye dykes, επακριβώς.

 

Φυλές και φύλα εξισώνονται στο μυαλό ενός χαρακτήρα που έχει ζήσει το χωνευτήρι της Αμερικής με αφιλτράριστες, χύμα κουβέντες και το point του σχεδόν 90χρονου Ίστγουντ είναι πως αν όλοι θεωρούν πως είναι ok να αποκαλούν κάποιο γέρο, τότε είναι ok και για τον γέρο να λέει ότι νομίζει, κι ας προσβάλλει τα νέα ήθη.

 

Αυτό που πραγματικά λέει ο Αμερικανός σκηνοθέτης στο Βαποράκι, στο περιθώριο μιας αστυνομικής πλοκής, είναι αυτοβιογραφικό, μια έμμεση σπόντα εξιλέωσης για τον απόντα οικογενειάρχη που κάποτε υπήρξε.