Παρόλο που και οι δύο είναι συναισθηματικά ευάλωτες υπάρξεις, το αμοιβαίο πάθος τους για τη σοκολάτα τούς φέρνει κοντά. Ο Ζαν-Ρενέ και η Ανζελίκ ερωτεύονται, όμως κανείς τους δεν είναι σε θέση να εκφράσει το πώς πραγματικά αισθάνεται, πράγμα που στέκεται εμπόδιο στη σχέση τους.

 

Μια κομεντί «τρόπων» που παραπέμπει στη Γαλλία των 60ς, θυμίζει Ερνστ Λιούμπιτς (ο οποίος είναι ο ήρωας του σκηνοθέτη Αμερίς) και περιγράφει την επεισοδιακή ένωση δυο άρρωστα ντροπαλούς ανθρώπους, σε 76 λεπτά- ευτυχώς, ο σκηνοθέτης είναι οικονόμος και παστρικός στην ανάπτυξη. Η ρετρό ατμόσφαιρα, με την Ιζαμπέλ Καρέ να ταυτίζεται με τη Μαρία/Τζούλι Άντριους από τη Μελωδία της Ευτυχίας και να αυτοδυναμώνεται με το τραγούδι της I Have Confidence in Me, και οι άτσαλες προσπάθειες του Ζαν Ρενέ και της Ανζελίκ να ξεπεράσουν τη συστολή τους, βοηθούν τους δυο ηθοποιούς να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους, ειδικά ο τρομερός Πολβόρντ, ο Βέλγος που είχαμε θαυμάσει στο εξαίσιο Man Bites Dog πριν από 20 χρόνια και εδώ διασχίζει όλη τη γκάμα ενός κωμικού με αξιώσεις, από τις μούτες του Λουί Ντε Φυνές, μέχρι την εσωστρέφεια ενός πραγματικά δυστυχισμένου ανθρώπου.

 

Ως κωμωδία, είναι υπερβολική και φτιαχτή, σαν μια κατασκευή που θέλει να έχει το περίφημο άγγιγμα του δάσκαλου Λιούμπιτς, αλλά της λείπει το innuendo και το βάθος, μαζί με την πρωτοτυπία φυσικά. Δύσκολο να επαναλάβεις το παλιό Χόλιγουντ, διότι οι Γερμανοί που το εφηύραν (κάντε χώρο και τον Μπίλι Γουάιλντερ στην κορυφή) έβαλαν στην εξίσωση τον κυνισμό. Όπως λένε και στους Ανώνυμους Ρομαντικούς, η σοκολάτα, για να είναι καλή, εκτός από τη γλύκα της, βασικά κρίνεται από τις διαβαθμίσεις της πίκρας που περιέχει. Κι εδώ, η γλύκα είναι αυταπόδεικτα προφανής, και δεν πικραίνει αρκετά