Το Δεν σκέφτομαι, άρα υπάρχω είναι ένας εύστοχος τίτλος-υποσημείωση στο ξερό πρωτότυπο Greenberg, που παραπέμπει στο Συμφορά από το πολύ μυαλό. Πρωτίστως, η ταινία του Μπάουμπαχ χρειάζεται γνώση της ψυχής των δυο πόλεων που αντιπαραθέτει, της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες. Ευτυχώς, το σινεμά του Γούντι Άλεν και του Χόλιγουντ μας έχει διδάξει όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για τις συμπεριφορές των κατοίκων τους, χωρίς να μπούμε στα έξοδα του ταξιδιού. Η ειδική διαφορά του Δεν Σκέφτομαι είναι πως αφηγείται με ρεαλιστικούς όρους και πραγματικούς χρόνους μια διαδρομή που διαθέτει κινηματογραφικά στοιχεία και αναφορές, αλλά δεν φιλοδοξεί να είναι διασκεδαστικό ή δραματικό σινεμά.

Ο Ρότζερ Γκρίνμπεργκ πραγματοποιεί ένα εσωτερικό road trip σε μια πόλη όπως το Λος Άντζελες, όπου αν δεν επικοινωνείς φωναχτά τα συναισθήματά σου, είσαι χαμένος και καμένος από χέρι. Δεν έχει προλάβει να συνέλθει λοιπόν από τις ψυχαναλυτικές του συνεδρίες και ο κακομοίρης (είναι πάντα καλός ως κλοτσοσκούφι ο Στίλερ, αλλά εδώ συλλαμβάνει με εκνευρισμό και πείσμα το μέγεθος της ανυπαρξίας του) βρίσκεται χωρίς δουλειά, χρήματα και άδεια οδήγησης στην πόλη της μετακίνησης και της εξωστρέφειας. Ο αδελφός του φεύγει σε ταξίδι και μένει μόνος κι έρημος στο ωραίο σπίτι του, φιλοξενούμενος, για να ηρεμήσει, να προσέχει την έπαυλη και να σκεφτεί τι θέλει να κάνει, κάνοντας περιστασιακά παρέα με τη Φλόρενς, μια ήσυχη κοπέλα που φιλοδοξεί να γίνει τραγουδίστρια και για χαρτζιλίκι επιβλέπει τον σκύλο της οικογένειας, αλλά και τον Ρότζερ.

Κάνουν σεξ, συνάπτουν κάτι σαν σχέση και ο Ρότζερ φρικάρει στην ιδέα της οποιασδήποτε δέσμευσης, «αναστατώνοντας» τις λίγες όμορφες στιγμές μεταξύ τους δι' ασήμαντον αφορμή. Είναι φανερό πως δεν τα έχει βρει με τον εαυτό του και, κυρίως, δεν συμβιβάζεται με την έλλειψη θέσης και προοπτικής στην κοινωνία. Ο μικρόκοσμος του Λος Άντζελες τον απορρυθμίζει και ένας φίλος από τα παλιά και πρώην μέλος στη μπάντα που διαλύθηκε άδοξα (ο αξιόπιστος Ρις Ιφάνς) με ιώβειο υπομονή και αυθεντικά αισθήματα γι' αυτόν αποτελεί την πυξίδα του παρελθόντος και μια σανίδα σωτηρίας στις εκρήξεις του. Η πρώην γκόμενά του, την οποία υποδύεται η σύζυγος του Μπάουμπαχ Τζένιφερ Τζέισον Λι, είναι η τελευταία ελπίδα του για επανασύνδεση με τα σφάλματά, του αλλά πέφτει στο κενό επίσης.

Ο Γκρίνμπεργκ είναι ένα κουβάρι θυμού και απωθημένων και ο Στίλερ καταφέρνει να τον κάνει άξιο παρακολούθησης, χωρίς να επαιτεί για οίκτο και συμπάθεια, ούτε να χτυπάει στην ικανή φλέβα του για εύκολα αστεία. Άλλωστε, ο Μπάουμπαχ φημίζεται για ψηλάφηση των οικογενειακών σχέσεων, όπως έχουμε δει στους Δεσμούς Στοργής και το Margot at the wedding, με τέτοια αντιτουριστική ευθύτητα, που διαφοροποιείται από την κωμική ανακούφιση των συναδέλφων του. Ο Ρότζερ Γκρίνμπεργκ διανύει μια κρίση μέσης ηλικίας εξαιρετικά κουραστική για εκείνον και τους υπόλοιπους και η κάθαρση τελικά είναι πως συνειδητοποιεί ότι τη διατυπώνει με πίστη και αυθεντικότητα.

Είναι ασυντόνιστος με τους γύρω του, ένα μαύρο πρόβατο που πληρώνει κακές επιλογές καρδιάς και καριέρας, ένας άνθρωπος που δεν εξελίχθηκε και γίνεται κακός όταν το περιβάλλον τού υπενθυμίζει την οικογένεια που δεν έκανε και τα χρήματα που δεν έβγαλε. Τουλάχιστον, ξέρει πως κέρδισε την αποξένωση με το σπαθί του και απαντάει στο ερώτημα «τι θέλω», με το «αυτός είμαι». Είναι ανικανοποίητος αλλά και ελεύθερος, καθόλου ζηλευτός από τους εύφορους σκλαβωμένους της γειτονιάς των παιδικών του χρόνων.