Ο γιος της Ελένα είναι άνεργος, ανίκανος να στηρίξει την οικογένειά του και ζητά συνεχώς χρήματα από τη μητέρα του. Η κόρη του Βλαντιμίρ είναι μια ανέμελη κοπέλα, απομακρυσμένη από τον πατέρα της. Μια καρδιακή προσβολή θα αναγκάσει το Βλαντιμίρ να παραμείνει στο νοσοκομείο, όπου θα ανακαλύψει ότι ο χρόνος που του απομένει είναι περιορισμένος. Μια μικρή, αλλά τρυφερή επανασύνδεση με την κόρη του τον οδηγεί στο να πάρει μια πολύ σημαντική απόφαση: εκείνη θα είναι η μόνη κληρονόμος της περιουσίας του. Το ανακοινώνει στην Ελένα και οι ελπίδες της να συντηρήσει τον γιο της εξαφανίζονται. Η ταπεινή νοικοκυρά θα σκεφτεί ένα σχέδιο για να δώσει στον γιο και τα εγγόνια της την ευκαιρία για μια πραγματική ευκαιρία στη ζωή.
Μετά τη φιλόδοξη αλλά ασαφή Αποξένωση, ο Σβιάγκιντσεφ της υπέροχης Επιστροφής κυβερνάει με απόλυτη σιγουριά ένα κινηματογραφικό πλοίο που βάζει πλώρη για την ξέρα της σύγχρονης ρωσικής κοινωνίας, μιας επικίνδυνης πολιτείας που παραπαίει ανάμεσα στον ηθικό τρόμο της θρησκείας και τον κυνική παραδοχή του νεοπλουτισμού. Η Ελένα είναι μια σύζυγος/νοσοκόμα, πλήρως υποταγμένη στις βουλές ενός ορθολογιστή χωρίς αισθήματα, του Βλαντιμίρ. Όταν εκείνος, άρρωστος και αδύναμος, της ανακοινώνει πως δεν θ' αφήσει δεκάρα σε αυτήν και την οικογένειά της (τον ακαμάτη γιο μ' ένα μωρό κι έναν έφηβο γιο), αλλά θα αφήσει την περιουσία του στην αποξενωμένη κόρη του, την οποία έχει κατηγορήσει για αλόγιστο ευδαιμονισμό, ωστόσο τα έχει ξαναβρεί μαζί της, η Ελένα καλείται να διαλέξει: χριστιανή ή μάνα, πάνω απ’ όλα; Εγκλωβισμένη στην ανάγκη μιας ζωής που είναι σαφές πως δεν της ανήκει, η Ελένα συμπεριφέρεται φυσικά όταν σερβίρει, καθαρίζει, τακτοποιεί ή κινείται με τις δημόσιες συγκοινωνίες για να φέρει κάτι στο παιδί της, κλεφτά, σαν μεροκαματιάρα που δίνει και το υστέρημά της, επειδή συτό πιστεύει πως είναι το καθήκον της. Η θέση της μέσα σ' ένα γυαλισμένο διαμέρισμα είναι περαστική, δανεική και πλασματική, γι’ αυτό και ο Σβιάγκιντσεφ τονίζει την αταίριαστη τοποθέτησή της σ' ένα περίεργο, γυάλινο περιβάλλον. Ο Ρώσος σκηνοθέτης κάνει μια εξονυχιστική μελέτη χαρακτήρων σε απόλυτη ταύτιση με τους διαφορετικούς χώρους, περνώντας από την εργατιά στην προνομιούχο τάξη. Έχοντας διυλίσει τον λόγο του Ντοστογιέφσκι και τις εικόνες του Ταρκόφσκι, ο Σβιάγκιντσεφ αποκαλύπτει πως η ψυχή σκαλώνει στις βιβλικές διδαχές και παραδίδεται στο ένστικτο, με ενδιάμεση στάση την αλλοτρίωση.
Όπως λέει και η κόρη στον πατέρα μέσα στο νοσοκομείο, αφού έχουν συναντηθεί μετά από πολλά χρόνια και λίγο πριν φιληθούν με αυθεντική διάθεση συμφιλίωσης και κατανόησης (σαν τα ζώα που μυρίζουν το ένα το άλλο
και καταλαβαίνουν την οικογενειακή συνάφεια): «Τα σκατά πρέπει να είναι νόστιμα. Ένα εκατομμύριο μύγες δεν μπορεί να κάνουν λάθος». Πίσω απο τη θεωρία πως ένας άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι ανεύθυνος αν επιλέγει να διαιωνίσει το είδος του, γνωρίζοντας πως είναι αρρωστημένος, τέμνονται οι σφηνωμένες έννοιες της Βίβλου, περιεκτικές και αυστηρές, με τη συμβιβαστικότητα του πολιτισμένου λόγου. Χρόνια πασχίζει η ανθρωπότητα να βάλει μια τάξη με τη λογική, τους κανόνες και τους νόμους κι έρχεται η στιγμή που μια απόφαση ανατρέπει τα πάντα. Η Ελένα, με τη σπουδαία, εκφραστική, σχεδόν βουβή ερμηνεία/στάση της Μαρκίνα και την καθαρή σκηνοθεσία του Σβιάγκιντσεφ, παρουσιάζει αυτήν τη στιγμή σε 110 λεπτά κινηματογράφου που προβληματίζει, χωρίς να μπερδεύει.