Το «Κάποτε στη Νέα Υόρκη» υποτίθεται πως θα ήταν η Εκλογή της Σόφι της Μαριόν Κοτιγιάρ (καθώς υποδύεται μια πολύπαθη Πολωνέζα μετανάστρια στις ΗΠΑ των αρχών του 20ού αιώνα) ή το όχημα για ένα μεγάλο βραβείο για τον σκηνοθέτη Τζέιμς Γκρέι στο Φεστιβάλ Καννών του 2013 ή, τουλάχιστον, μια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, πάντα στις ΗΠΑ, αφού εκεί δεν έχει καταφέρει να πείσει ούτε το κοινό ούτε τους κριτικούς, οι οποίοι απορούν τι επιτέλους του βρίσκουν οι Γάλλοι και το μεγάλο φεστιβάλ «τους» και τον προσκαλούν ανελλιπώς μετά το ντεμπούτο του με τη Μικρή Οδησσό.


Από τις άτυπες αυτές προσδοκίες, μόνο οι θετικές στην πλειονότητά τους κριτικές συνέβησαν, καθώς η ταινία και η Κοτιγιάρ έφυγαν χωρίς βραβείο από τις Κάννες και η επιτυχία δεν ήρθε ούτε αυτήν τη φορά. Το άδειασμα του Γκρέι από μία μερίδα συμπατριωτών του είναι άδικο: η Μικρή Οδησσός ήταν ένα ολοκληρωμένο ντεμπούτο, το Yards μια γνήσια τραγωδία, το We own the night μία ανάπτυξη των δυνατοτήτων του στο νουάρ που πάντα τον ενδιαφέρει, και το Two Lovers το πιο προσβάσιμο φιλμ του, ένα σοβαρό, ρομαντικό δράμα, με πειστικές ερμηνείες.
Με το Κάποτε στη Νέα Υόρκη, ένα έπος με χαμηλόφωνη συμπεριφορά και χρώματα σέπιας από τον κορυφαίο οπερατέρ Ντάριους Κόντζι, ο Τζέιμς Γκρέι αυτοβιογραφείται με έμμεσο τρόπο. Μεταφέρει στην οθόνη αληθινές ιστορίες από τη μετανάστευση της εβραϊκής οικογένειάς του από την Ουκρανία στο Ellis Island. Η ηρωίδα, η Έβα, έρχεται από την Πολωνία αμέσως μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, μαζί με την αδελφή της, η οποία μπαίνει σε καραντίνα λόγω μιας εμφανούς πάθησης στον πνεύμονα. Η Έβα αποφεύγει την απέλαση μετά από παρέμβαση του Μπρούνο, ενός κομπιναδόρου που την ξεχωρίζει επειδή είναι όμορφη και μιλάει καλά αγγλικά. Ουσιαστικά, θέλει να τη σπρώξει στην πορνεία με αντάλλαγμα την προστασία της αδελφής της. Ο μοναδικός άνθρωπος που συμπαθεί άδολα και στη συνέχεια ερωτεύεται την Έβα είναι ο Εμίλ, ένας γοητευτικός, επιτυχημένος περφόρμερ μαγικών κόλπων που τυχαίνει να είναι εξάδελφος του Μπρούνο. Ο Εμίλ και ο Μπρούνο τρέφουν μεταξύ τους αισθήματα βαθύτατης αντιπάθειας παιδιόθεν, και στην ταινία εξελίσσονται στον λευκό και τον μαύρο άγγελο που αντίστοιχα διεκδικούν τη σάρκα και την καρδιά της ταλαιπωρημένης και ταλαίπωρης Έβα. Σε μια προσωπική αντιστροφή, ο Γκρέι χρίζει την Έβα καθολική, δίνοντας έτσι έμφαση στην ελπίδα της για ένα καλύτερο αύριο και την άνευ όρων στήριξη στην άρρωστη αδελφή της, και τους δύο εξάδελφους Εβραίους-φτωχοδιάβολους που προσπαθούν να επινοήσουν τη ζωή τους σε μια σκληρή wasp κοινωνία και να χωνευτούν σε αυτή, ο καθένας με τον τρόπο που γνωρίζει και τη ροπή που έχει. Ο μαστροπός και ο μάγος είναι δυό αβανταδόρικες υπερβολές που χρησιμεύουν στον Γκρέι ως άλλοθι για τη μονοδιάστατη και επίπεδα μελοδραματική ιστορία της Έβα, μιας αγαθής κοπέλας που προσγειώνεται σε έναν ωκεανό δυσχερειών, που θα λύγιζαν και τον πιο ανθεκτικό survivor. Αν και ο σκηνοθέτης θέλει να ενσωματώσει στοιχεία που μιλάνε απευθείας στο DNA του και πραγματεύεται θέματα με τα οποία έχει καταπιαστεί στο παρελθόν, όπως η οικογένεια και η καταστροφική ανδρική βία, το κάνει με τη συνηθισμένη του απόσταση, μια λανθάνουσα οπτική μεγαλοστομία και ένα διακοσμημένο σενάριο που δεν κρύβεται εύκολα, ούτε πίσω από τη χρυσαφένια αύρα, τις λεπτομέρειες στην υφή (τις αρετές δηλαδή) αλλά και την ασταμάτητη μιζέρια της Έβα, η οποία υποκύπτει στη μοιρολατρία, ενώ η δράση την καλεί σε κάθε της βήμα. Ο Γκρέι θέλει να τιμήσει την καταγωγή του χωρίς αυθεντικά εξομολογητικό τόνο και παράλληλα να ανακαλέσει κινηματογραφικά τον Κόπολα και τον Λεόνε, χωρίς ωστόσο την έκταση, την ένταση και τον συνδυασμό δράματος και συγκίνησης που αιχμαλωτίζει.