Ένα παραμύθι βγαλμένο από μια αληθινή τραγωδία, όπως διατυπώνεται ειρωνικά και κυριολεκτικά στο ξεκίνημα της ταινίας, το Σπένσερ του Πάμπλο Λαραΐν εξερευνά τις ψυχικές μεταπτώσεις της λαίδης Νταϊάνα κατά τη διάρκεια τριών γιορτινών ημερών, την παραμονή, ανήμερα τα Χριστούγεννα και την επομένη, σε ένα από τα παλάτια όπου η βασιλική οικογένεια συγκεντρώνεται ετησίως, απαρέγκλιτα και ψυχαναγκαστικά, για να ανταλλάξει δώρα και, βασικά, να τσεκάρει τι γίνεται με τα μέλη της δυναστείας.

 

Υπάρχει μάλιστα μια καθιερωμένη συνήθεια, όλοι οι συνδαιτημόνες να ελέγχουν το βάρος τους πριν από το πρώτο γεύμα σε μια παμπάλαια ζυγαριά, κάτι που η Νταϊάνα, ήδη βαθιά μέσα στη θλίψη του αποτυχημένου γάμου της με τον Κάρολο, σχεδόν αποστεωμένη από τις βουλιμικές της επιδρομές στον «άλλο» θρόνο, απεχθάνεται, και αρνείται να συμμετάσχει στο υποχρεωτικό decorum που η βασίλισσα συντηρεί και βρίσκει πολύ διασκεδαστικό.

 

Το στίγμα της διαφορετικής βιογραφίας που επιχειρεί ο Χιλιανός σκηνοθέτης φαίνεται από την αρχή: η Νταϊάνα οδηγεί την κάμπριο Πόρσε της, μεταβαίνει ασυνόδευτη στο ανάκτορο, χάνεται έξω από τα βασιλικά κτήματα, μπαίνει σε ένα τυχαίο επαρχιακό καφέ στη μέση του πουθενά, και με το ντροπαλό νάζι της ρωτάει πού βρίσκεται, μπροστά σ’ ένα έκπληκτο κοινό, τον πυρήνα του fan club της, που την αναγνωρίζει και δεν το πιστεύει πως τη βλέπει με σάρκα και οστά. Λίγα λεπτά αργότερα, όταν συνέρχεται από το άγχος της, η αιωνίως αργοπορημένη πριγκίπισσα προσανατολίζεται και βλέπει ένα σκιάχτρο σε μια περιφραγμένη έκταση, ένα γνώριμο σημάδι των παιδικών της χρόνων, στο πατρικό κτήμα των Σπένσερ όπου μεγάλωσε παίζοντας ανέμελα κι ωραία.

 

Η κόλαση που την περιμένει είναι μεσοτοιχία, αλλά η άρνησή της είναι τόσο έντονη, που προς στιγμήν έχει χάσει την πυξίδα ακόμη και σε λημέρια τόσο οικεία. Ο Λαραΐν δεν κρύβει τις προθέσεις του. Το Σπένσερ, το πατρικό επώνυμο της Νταϊάνα, γίνεται το βαρόμετρο της συνείδησής της, όταν αισθάνεται πως έχει χάσει τη ζωή και την αξιοπρέπειά της, και βλέπει μπροστά της άλλο ένα εφιαλτικό, φωταγωγημένο, επίσημα ενδεδυμένο θέατρο στο οποίο οφείλει να παίξει τον προδιαγεγραμμένο ρόλο της διακοσμητικής παρείσακτης, που όλοι θεωρούν τρελή και ως ένα βαθμό επικίνδυνη.

 

Το σενάριο δεν ασχολείται με σκάνδαλα, και ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται για τη φύση, την προέλευση και τις λεπτομέρειες των κουτσομπολιών, αλλά για την ουσία του παρασκηνίου, ως concept υποκρισίας στα όρια του θρίλερ, που οδηγεί αυτήν τη γυναίκα, και οποιονδήποτε άνθρωπο στη θέση της, στην αυτοκαταστροφική παράκρουση.

 

Η βασιλική οικογένεια είναι απρόσωπη, σχεδόν αόρατη στην αρχή, σαν ένας θίασος από ζόμπι που παρίσταται σε ένα κομψό γκραν γκινιόλ που λαμβάνει χώρα στο Σάντριγχαμ, έναν δαιδαλώδη, πάμφωτο χώρο διαδρόμων και δωματίων που ο Λαραΐν κινηματογραφεί συχνά σαν το ξενοδοχείο Overlook από τη Λάμψη του Κιούμπρικ. Όταν τα πρόσωπα γίνονται πιο συγκεκριμένα, σε αντίθεση με την ευλαβική συγκατάβαση όσων την υπηρετούν, τα βλέμματα του Καρόλου και της Ελισάβετ ειδικότερα καρφώνουν την Νταϊάνα, την ξεγυμνώνουν μπροστά στις ευθύνες που αποποιείται, αγνοώντας την ανθρωπιά μπροστά στο καθήκον – άλλωστε, πόσο κακό κρύβει μια οικογενειακή συνάθροιση τις πιο γιορτινές μέρες του χρόνου;

 

«Το πρόβλημά σου είναι πως δεν κρατάς κλειστές τις κουρτίνες σου», της αντιγυρίζει ο σύζυγος, ως ευγενής που δεν θα συλληφθεί ποτέ για αγένεια, σαν πληρωμένη απάντηση, όταν η Νταϊάνα τον κατηγορεί για απιστία, με αιτία το κολιέ μαργαριταριών που έκανε εκείνος δώρο στην Καμίλα, και πρόσκαιρη αφορμή τις κουρτίνες του υπνοδωματίου που η Νταϊάνα πάντα ξεχνούσε να γείρει, προς μεγάλη χαρά των παπαράτσι που καραδοκούσαν στις απέναντι θημωνιές με τους δηλητηριώδεις τηλεφακούς τους.

 

Το μοναδικό καταφύγιό της είναι ο Γουίλιαμ και ο Χάρι: τα μεταξύ τους παιχνίδια και οι συνομιλίες τους, συχνά βεβιασμένες σαν κλεμμένα φιλιά, αλλά πάντα ειλικρινείς και θερμές, σαν βιωματικές παραβολές με κρυφά νοήματα και αδιάρηκτο λώρο αγάπης, ακούγονται σαν ονειρικό πλάνο απόδρασης από μια χρυσή φυλακή. Τα τρία πρόσωπα-κλειδιά στην τριήμερη παραμονή της Νταϊάνα στο παλάτι είναι ο μάγειρας (Σον Χάρις), που την αντιμετωπίζει με ευθύτητα και ενστικτώδη αφοβία, η αγαπημένη της αμπιγιέζ (η εξαιρετική Σάλι Χόκινς) που της μιλά με τη γλώσσα της καρδιάς, τη νιώθει και την ψυχαναλύει σαν εξομολόγος και σπάνια φίλη, όταν της το επιτρέπουν οι εργοδότες της, και ο αρχιθαλαμηπόλος, εκτελεσμένος μαεστρικά από τον Τίμοθι Σπολ στον πιο μεστό ρόλο μιας λαμπρής καριέρας, ένας άνθρωπος των μεγάλων αφεντικών, με στρατιωτική πείρα και ατσάλινη αυτοπειθαρχία, υπόδειγμα θεσμικής βρετανικότητας και οξυμένης αντίληψης, που την εγκαλεί στην τάξη και της υπενθυμίζει ποιο ακριβώς είναι το συμβόλαιο που έχει υπογράψει με τον γάμο της, διακρίνοντας ωστόσο τις χαραμάδες της αλλόκοτης συμπεριφοράς της.

 

Ενδεχομένως είναι εκείνος που της υποδεικνύει την ομοιότητά της με την Αν Μπολέϊν, έναν παραλληλισμό της μοίρας με τον οποίο ο Λαραΐν διανθίζει την πλοκή αποσπασματικά και, σε επίπεδο τόνου, φαρσικά – εδώ φαίνεται περισσότερο να εξυπηρετεί μια ιδέα του σεναρίου του Στίβεν Νάιτ (Peaky Blinders, Taboo), χωρίς να την έχει αφομοιώσει απόλυτα.

 

Η ταινία ανήκει στην Κρίστεν Στιούαρτ, ολοκληρωτικά και αξέχαστα. Ας προσπεράσουμε τις μέχρι τούδε ενσαρκώσεις της Νταϊάνα σε μικρή και μεγάλη οθόνη, από το φιάσκο της Ναόμι Γουότς μέχρι τη συμπαθή μίμηση της Έμα Κόριν στο «The Crown». Όχι μόνο κατάφερε να αφομοιώσει την αμήχανη στάση και το χαρακτηριστικό περπάτημα της χαριτωμένης καμηλοπάρδαλης, τα πεταχτά χαμόγελα και την ανάγκη για επικοινωνία και κατανόηση μέσα από το μπλόκο των συμβάσεων που την περιβάλλουν, αλλά ψήλωσε μαγικά, και χρησιμοποίησε τη γνώριμη συστολή της ως αντίδοτο για την εχθρότητα της Νταϊάνα στο σύμπαν που την απειλεί.

 

Τα όρια της ατίθασης, ερμητικής, ευάλωτης Κρίστεν Στιούαρτ που έχουμε δει στο σινεμά με την Νταϊάνα που γνωρίζουμε από τα χιλιάδες αποσπάσματα συγχέονται συνεχώς, και το αποτέλεσμα είναι μια καινούρια περσόνα, η Σπένσερ που αγνοούσαμε τόσα χρόνια, και που πιστεύαμε πως κανείς δεν μπορεί να ξεθάψει από το μαυσωλείο της αδικημένης πριγκίπισσας και μαζί την πάγια εικόνα του συμπαθούς «θύματος». Ο Λαραΐν διέκρινε μια μεσοαστή γαλαζοαίματη που έχει κάνει ένα μεγάλο, παρατεταμένο και πικρό λάθος και βρήκε τρόπο να συμπτύξει δραματικά το ψυχικό της κόστος, με αίσθηση του επείγοντος και ένα εντελώς δικό του στυλ ιμπρεσιονιστικής, αλλά όχι αυθαίρετης αφήγησης που έχει κατακτήσει με το Νερούντα και την Τζάκι στο παρελθόν.

 

Βρήκε τρόπο να την τοποθετήσει στρατηγικά μέσα κι έξω από το κελί της, να ανοίξει έναν πρωτότυπο διάλογο με το πρωτόκολλο που την τυραννούσε και την προκαλούσε να αυθαδιάζει, να την ντύσει με ευφάνταστες παραλλαγές φορεμάτων που υπαγορεύουν mood πίσω από το πρωτόκολλο (απίθανη η δουλειά της ενδυματολόγου Ζακλίν Ντουράν, με ελαφρά έμφαση στη Chanel) και να την πλαισιώσει με τις λειτουργικές δυσαρμονίες του συνθέτη Τζόνι Γκρίνγουντ σε ένα jazzy μπαρόκ σκορ, ειδικά στη σκηνή του μεγάλου δείπνου που ξεκινά με τυπική μουσική δωματίου και εξελίσσεται σε αποσυνάγωγα έγχορδα που παραπέμπουν σε σεκάνς φαντασμάτων – πώς φαίνεται ο σκηνοθέτης που ξέρει τι θέλει και εμπνέει δημιουργικά, με πολύ πρόσφατο δεδομένο οτι ο Γκρίνγουντ, πάντα πιστός στο στυλ του, έπεσε στο πομπώδες κενό υπό την ασαφή καθοδήγηση της Τζέιν Κάμπιον στο The Power of the Dog.

 

Το Φεστιβάλ Βενετίας, όπου η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα, προσπέρασε τον Λαραΐν και την πρότασή του για την εναλλακτική Νταϊάνα, αλλά και τα Όσκαρ της φέρθηκαν δύσπιστα. Μόνο η Στιούαρτ, ενάντια στα γενικά προγνωστικά και ίσως στη θέση της άλλης λαίδης, της Gaga, απέσπασε υποψηφιότητα στην πεντάδα του πρώτου γυναικείου ρόλου, χάνοντας τελικά από την Τζέσικα Τσαστέιν.