Χαρήκαμε που ένα θρίλερ διεθνών προδιαγραφών γυρίστηκε στην Ελλάδα – ελπίζοντας μάλιστα πως θα τα καταφέρει καλύτερα, σε όλα τα επίπεδα, από το ατυχές «Μπέκετ»–, που θα είχε την υπογραφή του οσκαρικού Φερνάντο Τρουέμπα, στο οποίο θα πρωταγωνιστούσε ο Ματ Ντίλον, που θα είχε στο πλευρό του την Πενέλοπε Κρουθ, αν και αντικαταστάθηκε από την έμπειρη συμπατριώτισσά της Αΐντα Φολκ, ακόμη και που θα ξαναβλέπαμε στη μεγάλη οθόνη μετά από αρκετό καιρό την Κίκα Γεωργίου, αν και τελικά ο ρόλος της δεν αναπτύχθηκε επαρκώς.

 

Η αναμονή παραχώρησε τη θέση της σε ένα δράμα τόσο βραδυφλεγές, που κυριολεκτικά, αν περιμένετε μέχρι το φινάλε, η αγωνία σβήνει πριν καν αποκτήσει την παραμικρή ένταση, όσο κι αν εξάπτεται σε κάποιες, πολύ λίγες στιγμές. Φρικαρισμένη που κανείς δεν της είχε πει πως ο προορισμός της είναι ένα νησί, καθώς δεν ξέρει να κολυμπά και δεν αγαπά καθόλου τη θάλασσα, η Άλεξ είναι η Ισπανίδα που φτάνει επεισοδιακά και καθυστερημένα σε μια ειδυλλιακή ταβέρνα επιπέδου (το φωτογενέστατο Τρίκερι στον Παγασητικό είναι το location) για να εργαστεί στην υποδοχή, αλλά ο ιδιοκτήτης Μαξ έχει ήδη καλύψει τη θέση, προσφέροντάς της δουλειά σερβιτόρας μετά τις απανωτές εξηγήσεις.

 

Τη δέχεται, τον ερωτεύεται, τον φλερτάρει, εκείνος αρχικά δεν ανταποκρίνεται, αυτή επιμένει, με τα πολλά κάτι γίνεται, αλλά… Πολλά μυστικά φιμώνονται κάτω από τον απαλό τζαζ, καίριου για την πλοκή ήχο του κλαρινέτου, οι σταδιακές αποκαλύψεις εμπλέκουν και άλλους (ο Κολομβιανός ηθοποιός Χουάν Πάμπλο Ουρέγκο υποδύεται τον ερωτιάρη Τσίκο που απρόθυμα σκαλίζει και δυστυχώς βρίσκει) και στο κέντρο της αδικαιολόγητα αργής ιστορίας κινείται ράθυμα, αινιγματικά, και εν τέλει παράταιρα, ο Μαξ του αγέραστου, εξαιρετικά καλοδιατηρημένου, λίγο βαριεστημένου (γιατί ίσως έτσι ερμήνευσε την ψυχή του χαρακτήρα, και αυτό είναι ούτως ή άλλως το στυλ του) Ματ Ντίλον.

 

Στην αρχή υπονοεί έναν δυσεξήγητα αγκυροβολημένο σε μια μακρινή τοποθεσία Ρίπλεϊ – υπάρχει μια σχεδόν ειρωνική απορία για το αν είναι γκέι, και οι γνώμες των κυριών διχάζονται. Η ταινία προχωρά σε χιτσκοκική λογική, και επανέρχεται σε τόνους Χάισμιθ, ωστόσο εκ του χλιαρού αποτελέσματος φανερώνεται η αδυναμία του Ισπανού σκηνοθέτη του «Belle Epoque» να νιώσει το σασπένς, προτιμώντας το γενικό είδος του ερωτικού δράματος, που σίγουρα κατέχει.

 

Το στήσιμο της «Στοιχειωμένης Καρδιάς» διαθέτει τους άξονες που μαρτυρούν ανατροπές και στα χαρτιά παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Η εκτέλεση, σε υπόκρουση Ζμπίγκνιου Πράισνερ, μένει στην επιφάνεια του υγρού στοιχείου που κυριαρχεί στο σενάριο και τη σκηνογραφία, αδρανής και αναμενόμενη, με την Καταλανή πρωταγωνίστρια να είναι η μόνη που πάλλεται και πάσχει, σε σύγκριση με τη διαδικαστική ατμόσφαιρα γύρω της.