Ο Μεγάλος ύπνος, ευφημισμός για τον θάνατο, είναι η πρώτη ταινία που γύρισαν οι Μπόγκαρτ και Μπακόλ. Αν και γυρίστηκε το 1944, η Warner καθυστέρησε την έξοδό της –είχαν προτεραιότητα ταινίες με πολεμικά θέματα– και ξαναγύρισε μερικές σκηνές πριν από την οριστική πρεμιέρα της, δύο χρόνια αργότερα, γιατί στο μεταξύ μια άλλη ταινία του ζεύγους απέτυχε στα ταμεία. Το νέο μοντάζ ενίσχυσε τη μεταξύ τους σχέση στο πανί, ποντάροντας στη δημοσιότητα της σχέσης και του γάμου τους, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν δύο εκδοχές το 1997, μετά την αποκατάσταση της αρχικής κόπιας (που είχε προβληθεί μόνο σε λίγους) και οι γνώμες να διχάζονται για το ποια είναι καλύτερη: η αρχική περιέχει μια σκηνή που εξηγεί περισσότερα στοιχεία της πλοκής και η δεύτερη και επικρατέστερη υποβαθμίζει τον ρόλο της μικρότερης αδελφής, της Μάρθα Βίκερς, που ο συγγραφέας Ρέιμοντ Τσάνλερ ξεχώριζε, ενισχύοντας παράλληλα την ερωτική χημεία των πρωταγωνιστών. Η Μπακόλ δέχθηκε σκληρά σχόλια για την ερμηνεία της, ειδικά από τον Μπόσλι Κρόδερ των «New York Times», και το σενάριο, με συνυπογράφοντα τον Ουίλιαμ Φόκνερ, μπέρδεψε κριτικούς και θεατές, παραμένοντας σχετικά πιστό στην πυκνή, συχνά αδιαπέραστη πλοκή του μετρ του αστυνομικού μυθιστορήματος.

 

Αυτό όμως που κάνει τον Μεγάλο ύπνο να παραμένει ένα σπουδαίο έργο είναι, εκτός από τη μαστόρικη ατμόσφαιρα και την επιβλητική παρουσία του Μπόγκαρτ, το υπονομευτικό χιούμορ στις ατάκες και η ενέργεια μιας υπόθεσης δυσοίωνης και δραματικά φορτισμένης, απότοκης του σκοτεινού κλίματος και χαρακτηριστική του περίκλειστου χωροχρόνου που δημιουργούσε ο Τσάντλερ στις ιστορίες του. Φέροντας τη σφραγίδα μιας εποχής που το Χόλιγουντ ήταν συνυφασμένο με τον μύθο του, το αρχετυπικό, απολαυστικό νουάρ, προικισμένο με τη μουσική μπαγκέτα του Μαξ Στάινερ και τη σκηνοθετική διεύθυνση του Χάουαρντ Χοκς πραγματεύεται τη διαφθορά στους μεγαλοαστικούς κύκλους της Δυτικής Ακτής και αστράφτει από τον cool ηλεκτρισμό του Μπόγκαρτ στον ρόλο του Μάρλοου και της γεννημένης fatale Μπακόλ ως μεγάλης αδελφής της σέξι Μάρθα Βίκερς.