Η ταινία Ένας χρόνος στη Νέα Υόρκη (My Salinger Year), που εγκαινίασε το 70ό Φεστιβάλ Βερολίνου, είναι σκηνοθετημένη από τον Καναδό Φιλίπ Φαλαρντό (του Κυρίου Λαζάρ) και βασίζεται στο αυτοβιογραφικό memoir της Τζοάνα Ράκοφ, με πρωταγωνίστριες δύο γυναίκες διαφορετικών γενεών, τη Μάργκαρετ Κουόλι, που γνωρίσαμε στο Κάποτε στο Χόλιγουντ, και τη (Ρίπλεϊ αυτοπροσώπως) Σιγκούρνι Γουίβερ. 

 

Η Τζοάνα, μια νεαρή φοιτήτρια στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, μετακομίζει στη Νέα Υόρκη το 1995 για να αναπνεύσει τον καλλιτεχνικό αέρα της πόλης και να γίνει, αν όλα πάνε καλά, ποιήτρια. Στο μεταξύ, προσλαμβάνεται ως γραμματέας της φοβερής και τρομερής Μάργκαρετ, διευθύντριας του λογοτεχνικού πρακτορείου που εκπροσωπεί, ανάμεσα στα πολλά ηχηρά ονόματα, τον λατρεμένο μέχρι μανίας διαβόητο ερημίτη των αμερικανικών γραμμάτων Τζέι Ντι Σάλιντζερ, γνωστό στο γραφείο απλώς ως Τζέρι. Αφού παραδέχεται στον φίλο της πως δεν έχει διαβάσει ποτέ στη ζωή της Σάλιντζερ, ούτε καν τον εμβληματικό Φύλακα στη σίκαλη (ή, κατά τη νέα μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης»), γνωρίζει τον συγγραφέα μέσα από τα τηλεφωνήματα και την απροσδόκητη ενθάρρυνσή του προς εκείνην, σαν μακρινό μέντορα που θέλει κανάκεμα και ειδικό χειρισμό, αλλά, κάνοντας ένα διάλειμμα από τον μόνιμο πανικό και τη μανία καταδίωξης που τον στοιχειώνουν, μπορεί να προσφέρει γενικές, αλλά εύστοχες συμβουλές. Η Τζοάνα χειρίζεται την αλληλογραφία του, υπακούοντας στις στάνταρ απαντητικές εντολές του γραφείου, και συμπονά μερικούς από τους φαν του Σάλιντζερ, τους ζηλωτές του Χόλντεν Κόλφιλντ που ανάγκασαν τον Τζέρι να κρυφτεί στο σπίτι του στα δάση και να αποφεύγει συστηματικά και εμμονικά κάθε επαφή με τη δημοσιότητα και τον έξω κόσμο. Ο Φαλαρντό δίνει υπόσταση στους αποστολείς των επιστολών με ένα τρικ που ως έναν βαθμό λειτουργεί σε παράλληλο επίπεδο, αν και επιμένει σε μια χαλαρή απεικόνιση της κοινωνίας των γραμμάτων μέσα από τα άδολα μάτια μιας ενθουσιώδους κοπέλας, η οποία έχει ταυτίσει το βάθος της λογοτεχνίας με τον μποέμ αέρα της Νέας Υόρκης στην εκπνοή της αυθεντικότητάς της, αλλά μόνο στην επιφάνεια και τις εντυπώσεις. Είναι ένα déjà vu μοτίβο, ευχάριστο και ελαφρώς αναχρονιστικό. Το κέρδος της ταινίας βρίσκεται στο κάστινγκ των δύο γυναικείων ρόλων και στις οργανικά εντυπωσιακές αντιθέσεις τους.

 

Σε αντίθεση με τον ανήλικο πειρασμό που υποδύθηκε στο Κάποτε στο Χόλιγουντ, η Κουόλι προτείνει αβίαστα τα εσωτερικά διλήμματα ενός «ελαφιού» που σκάλωσε στα φώτα μιας βεβιασμένης ενηλικίωσης, δείχνοντας ποικιλία στο παίξιμο και υποσχέσεις ρόλων με ενδιαφέρον, αλλά η ταινία ανήκει στην πεπειραμένη Σιγκούρνι Γουίβερ και στον μικρότερο και πιο ζουμερό ρόλο της ηγεμονικής Τζοάνα. Παίζοντας μια grande dame με πείσμα και ασάλευτη συμπεριφορά, που σνομπάρει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το Διαδίκτυο, χαρακτηρίζοντάς το ως περαστική μόδα, η Γουίβερ αποκαλύπτεται και σπάει προς το τέλος (θυμίζει αμυδρά τη Μιράντα Πρίστλεϊ της Μέριλ Στριπ από το Ο Διάβολος φοράει Πράντα στην αυταρχική δυναμική της σχέσης της με τη μικρή, αγαπημένη σκλάβα της), δείχνοντας πως ακόμα και η πιο ακέραια θεματοφύλακας, μεγαλοαστή και κολλημένη στο πάλαι ποτέ προβάδισμα της πόλης στη λογοτεχνική αιχμή, οπαδός του σοβαρού έργου έναντι της φτηνής εμπορικότητας, υποκλίνεται μπροστά στη χάρη της αθωότητας των καλών προθέσεων και τη σπίθα της ανθρώπινης αγάπης χωρίς αντάλλαγμα.