Αν και βετεράνος του σύμπαντος της Marvel και ήδη σταρ, πριν φορέσει το κοστούμι της Black Widow, σε αντίθεση με αρκετούς συμπρωταγωνιστές της, η Σκάρλετ Γιόχανσον έπρεπε να περιμένει πάνω από μία δεκαετία και είκοσι ταινίες για να αποκτήσει τη δική της ταινία. Ακόμα πιο παράξενο το κάνει το γεγονός ότι στο Avengers: Endgame η Black Widow θυσιάστηκε ώστε οι ήρωες να νικήσουν τον Θάνο. Ως γνωστόν, κανείς δεν μένει νεκρός για πολύ στα κόμικ, η Γιόχανσον θα μπορούσε κάλλιστα να επιστρέψει σε κάποια άλλη εκδοχή της, ειδικά τώρα που η κινηματογραφική Marvel θα συστήσει την έννοια του πολυσύμπαντος. Η συγκεκριμένη ταινία, πάντως, τοποθετείται χρονικά μεταξύ των γεγονότων του Captain America:Civil War και του Avengers: Infinity War, οπότε εδώ δεν έχουμε περίπτωση νεκρανάστασης.

 

Έπειτα από μια σπιλμπεργκική εισαγωγική σκηνή, με την παιδική ανεμελιά να διαταράσσεται βάναυσα από τις κακόβουλες Αρχές, και από μια σεκάνς τίτλων αρχής μονταρισμένη αλά Ζακ Σνάιντερ πάνω σε ένα cover του «Smells like teen spirit», το οποίο μας δείχνει επιγραμματικά την ιστορία της Νατάσα Ρομανόφ μέχρι σήμερα, η πλοκή παίρνει μπρος και δείχνει την κατεύθυνση στην οποία θα κινηθεί η νέα παραγωγή της Marvel. Από τη μια έχουμε το τζεϊμσμποντικό θέαμα, όπως υπέροχα προοικονομείται από το Moonraker που παρακολουθεί στο λάπτοπ της η ηρωίδα. Υπάρχει η κατασκοπική ίντριγκα, υπάρχει ο μεγαλομανής, τζεϊμσμποντικός κακός που μιλά με προφορά και λέει τα σχέδιά του δυνατά, υπάρχει ο κοσμοπολιτισμός με γυρίσματα σε Ουγγαρία, Μαρόκο και Νορβηγία και, πάνω απ’ όλα, υπάρχει η λογική του σινεμά των set-pieces, δηλαδή των εκτεταμένων σκηνών δράσης που λειτουργούν ως μικρές ταινίες μέσα στην ταινία. Μέχρι σήμερα η Marvel μεριμνά για την ομοιογένεια του συνόλου, δεν θέλει εξάρσεις και υφέσεις στις παραγωγές της κι έτσι σπάνια θα βρεις στο κινηματογραφικό της σύμπαν set-pieces στημένα στη λογική των περιπετειών του 007 ή της σειράς Mission: Impossible. Αυτό αλλάζει εδώ, ο σχεδιασμός και τα ευρήματα των σκηνών δράσης συνάδουν με το πνεύμα και την παλαβομάρα των προαναφερθεισών περιπετειών. Μια απόδραση από τη φυλακή π.χ. θα ξεκινήσει από ένα αγώνισμα μπρα ντε φερ, για να κορυφωθεί με την αποφυγή μιας χιονοστιβάδας. Δεν ξέρουμε αν αυτό πρέπει να πιστωθεί στη σκηνοθέτιδα Κέιτ Σόρτλαντ ή στο second unit που, όπως λέγεται, είναι υπεύθυνο για τις σκηνές δράσης στις ταινίες της Marvel, αλλά αυτήν τη φορά η γεωγραφία της δράσης είναι πιο ευδιάκριτη, στηρίζεται περισσότερο από το σύνηθες στην κασκάντα και έχει και μια τραχύτητα ανάλογη με τη φύση της ηρωίδας – η Black Widow είναι πληρωμένη δολοφόνος, οι υπερδυνάμεις της εξαντλούνται στις ικανότητές της στη μάχη σώμα με σώμα, συνεπώς στο φιλμ θα δεις ακόμα και σπασίματα άκρων.

 

Ο έτερος άξονας στον οποίο κινείται το φιλμ είναι, όλως περιέργως, το οικογενειακό δράμα. Έχοντας στερηθεί εκ γενετής τη βιολογική της οικογένεια και ξεριζωμένη από την ανάδοχη, η Νατάσα Ρομανόφ αναζητά κάπου να στεριώσει, τη δυνατότητα να πάρει πίσω τη χαμένη αθωότητά της – ίσως εκεί να οφείλεται και η επιλογή της Κέιτ Σόρτλαντ να αναλάβει τα σκηνοθετικά ηνία της παραγωγής, καθώς το Lore της είχε θεματικές συγγένειες. Με την (υπέροχη) Φλόρενς Πιου στον ρόλο της δυναμικής αδελφής με το μεγάλο στόμα, την πατρική φιγούρα του Ντέιβιντ Χάρμπορ, άλλοτε Ρώσου υπερστρατιώτη που στο κεφάλι του (και μόνο) βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τον Κάπτεν Αμέρικα, και τη μητρική φιγούρα της Ρέιτσελ Γουάιζ αναπτύσσεται μέσα στο φιλμ μια δυναμική υπερηρωικής οικογένειας, όχι πολύ μακριά από εκείνη των Απίθανων της Pixar. Κάποιες κριτικές του εξωτερικού στηλιτεύουν το γεγονός ότι το focus δεν γίνεται μόνο στην ηρωίδα της Σκάρλετ, όμως αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η οικογένεια βρίσκεται στον θεματικό πυρήνα του έργου και αποτελεί, επίσης, το αίτημα του χαρακτήρα. 

 

Στο ερώτημα ποια ρότα θα μπορούσε να ακολουθήσει η Marvel μετά την κοσμική σύγκρουση των τελευταίων Avengers και το χτίσιμο ενός κινηματογραφικού franchise στη λογική ενός κινηματογραφικού σίριαλ που κοιτούσε συχνά με το ένα μάτι στο μετά, πλήττοντας κάπου κάπου και το παρόν του εκάστοτε φιλμ, ίσως το Black Widow να δίνει την απάντηση. Ενδεχομένως η επιστροφή σε μεμονωμένες, στοχευμένες περιπέτειες με δική τους αρχή, μέση και τέλος να είναι το αντίδοτο στον πιθανό κορεσμό του σινεφίλ κοινού, ειδικά τώρα που προστέθηκαν στο μείγμα και οι τηλεοπτικές παραγωγές του Disney Plus.