Τι εξυπηρετεί μια κριτική για μια ταινία υπεράνω κριτικής, όπως ο «Άνθρωπος του Θεού»; Τόσο το βασικό target group του, που θα προσέλθει στις αίθουσες για να ανάψει ένα κεράκι, όσο κι εκείνοι που ξεπατώθηκαν στο γέλιο στο άκουσμα του concept και μόνο, έχουν σχηματίσει ήδη ακλόνητη άποψη για την ταινία και ένα κείμενο γι’ αυτή διόλου δεν τους αφορά. Σε εκείνον, ωστόσο, που θα αναζητήσει να διαβάσει για την ταινία, οφείλεται μια κριτική και όχι ένα παραληρηματικό δοκίμιο (;) επαγγελματικού υπαρξισμού.

 

Ο «Άνθρωπος του Θεού» ήδη από τα πρώτα λεπτά δίνει το στίγμα για όσα θα ακολουθήσουν. Υποφωτισμένο και ατημέλητο, ενίοτε στα όρια της απουσίας κινηματογραφικού στιλ, ώστε η αισθητική να συνάδει με τον ασκητισμό του κεντρικού χαρακτήρα, το φιλμ ξεκινά in media res, που λέμε, με τον Άγιο Νεκτάριο στην Αλεξάνδρεια, ιδιαίτερα αγαπητό στους πιστούς και μισητό σε μερίδα του κλήρου, λόγω της βαθιάς αφοσίωσής του στο χριστιανικό πνεύμα. Η πίστη και η ειλικρίνεια του ήρωα είναι δεδομένες εξαρχής, συνεπώς ο σκεπτικιστής θεατής δεν θα πάρει ποτέ αυτό που θέλει και οι όποιες δραματικές συγκρούσεις θα είναι εξωτερικές. Έτσι, στη συνέχεια παρακολουθούμε σε εναλλαγή τις επιθέσεις των φαρισαίων κληρικών απέναντι στον Άγιο Νεκτάριο, τις οποίες υπομένει στωικά όπως δίδαξε ο Ιησούς, αλλά και τις εκδηλώσεις λατρείας πιστών και απίστων που πείθονται από την ειλικρίνεια και τη στάση ζωής του. Μετά το πρώτο ημίωρο, το μοτίβο επαναλαμβάνεται επίμονα –μια σκηνή λατρείας, μια σκηνή επίθεσης, σε λούπα– σε ένα φλύαρο σενάριο που βάζει τους χαρακτήρες να επαναλαμβάνουν διαρκώς πόσο αξιοθαύμαστη είναι η πίστη του Αγίου Νεκτάριου. 

 

Πέραν της επανάληψης, που για μας οδηγεί στην ανία, υπάρχουν δύο ακόμα ενστάσεις. Αφενός η επίμονη παράθεση σκηνών που διαψεύδουν τις κατηγορίες, τις οποίες δέχτηκε κατά τη διάρκεια του βίου του ο ήρωας δεν συνάδει με την ταπεινή φύση του, με τον τρόπο που μέσα στο έργο τις αντιμετωπίζει ο ίδιος, δηλαδή μέσω της εμφατικής σιωπής, μέσω της στωικής στάσης – ο Άγιος Νεκτάριος της ταινίας δεν θα ενέκρινε ποτέ τη σκηνή με την εξέταση της Σωτηροπούλου, για παράδειγμα. Αφετέρου, η μοναδική φορά που θα ακούσουμε τον χαρακτήρα να υψώνει τη φωνή του είναι όταν κάποιος αμφισβητεί την ελληνικότητά του, μια σκηνή που, αν κάτι εξυπηρετεί, είναι να χαϊδέψει τα αυτιά του σκληρού πυρήνα του υποτιθέμενου κοινού της ταινίας. Μια ένεση φτηνού λαϊκισμού σε ένα έργο που, αν μη τι άλλο, αποφεύγει ανάλογες κακοτοπιές.

 

Ο λόγος πασχίζει να καλύψει την ένδεια της εικόνας, το μουσικό score του Πράισνερ δίνει την πνευματικότητα που απουσιάζει από τα κάδρα, αν, όμως, ψάχνεις εκείνο που σώζει μερικώς την κατάσταση, θα το βρεις στην προσηλωμένη ερμηνεία του Άρη Σερβετάλη. Δίχως αυτάρεσκα παιχνίδια με τον φακό, με ένα υποπαίξιμο κινηματογραφικής λογικής που σπάνια βλέπεις στο εγχώριο σινεμά, μια στάση σώματος και ένα βλέμμα που μοιάζουν να ζητούν διαρκώς συγγνώμη από τον συνομιλητή, η ερμηνεία του Σερβετάλη είναι η ραχοκοκαλιά της ταινίας, η αχτίδα φωτός μέσα στο γενικότερο κινηματογραφικό σκοτάδι. Ειλικρινά, άξιζε να στηθεί μια πολύ καλύτερη ταινία πάνω της και γύρω της.