Τα παθήματα του παραδοσιακού, δεξιού πάτερ φαμίλια της εύπορης οικογένειας Βερνέιγ συνεχίζονται. Αφού στην προηγούμενη ταινία κατάφερε να κρατήσει τις τέσσερις κόρες του κοντά του, σε αυτήν εδώ θα πρέπει να ανεχτεί τα σόγια των τεσσάρων γαμπρών του, τα οποία έρχονται στην οικία του για ένα πάρτι-έκπληξη που διοργανώνουν οι κόρες του προς τιμήν της τεσσαρακοστής επετείου του γάμου με τη σύζυγό του.

 

Συνταγή που κερδίζει δεν αλλάζει κι έτσι τα αστεία και οι παρεξηγήσεις που προκύπτουν από τα εθνοτικά στερεότυπα συνεχίζονται σε αυτή την τρίτη ταινία της εισπρακτικά επιτυχημένης κωμωδίας. Ένα από τα διαρκώς επανερχόμενα αστεία της ταινίας είναι ότι ο μαύρος γαμπρός του Κριστιάν Κλαβιέ υποδύεται τον Ιησού σε μια παράσταση, δηλαδή είναι ένας μαύρος Ιησούς.

 

Αυτό το εξαντλητικά επαναλαμβανόμενο «αστείο» είναι ενδεικτικό του χιούμορ των δημιουργών του έργου, που δεν έχουν να επιδείξουν τίποτε άλλο σε κωμικό υλικό πέρα από το προαναφερθέν, παρωχημένο παιχνίδι με τα στερεότυπα που καμώνεται πως επιτίθεται στην πολιτική ορθότητα, αλλά στην πραγματικότητα εξαντλείται σε άκακα, παππουδίστικα πειράγματα και χοντροκομμένα, επιφανειακά χωρατά, παραλείποντας σε μεγάλο βαθμό το αυτοκριτικό και ενδοσκοπικό στοιχείο που οφείλει να φέρει μια σωστή λαϊκή κωμωδία.

 

Ψιλά γράμματα αυτά για ένα κοινό που θέλει απλώς να ξεσκάσει με μια ανώδυνη φάρσα στην οθόνη και να διασκεδάσει με χαρακτήρες που αγάπησε σε προηγούμενες κινηματογραφικές τους εξορμήσεις. Η διαφορά είναι ότι εδώ το σενάριο μοιάζει να γράφτηκε στο πόδι, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Συμβαίνουν διαρκώς μικρά ευτράπελα που σπάνια οδηγούν σε κάτι μεγαλύτερο ή έχουν κάποια βαρύτητα στο επόμενο λεπτό.

 

Όπως και στις προηγούμενες ταινίες, στη σχηματική κορύφωση όλες οι φυλές τα βρίσκουν μεταξύ τους ή, μάλλον, σχεδόν όλες. Αποκλείονται οι Γερμανοί που ενεργούν ύπουλα και έρχονται με τα λεφτά τους και τις BMV τους για να μας κλέψουν τις γυναίκες.