Μετά τη θριαμβευτική επιτυχία του «Fury Road», ο Τζορτζ Μίλερ θα μπορούσε να γυρίσει όποια ταινία επιθυμούσε ‒ και όπως φαίνεται από την τελευταία ταινία του, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών, τα εβδομήντα επτά του χρόνια δεν αναχαιτίζουν στο ελάχιστο την ενέργεια και την όρεξή του.

 

Τα «Τρεις χιλιάδες χρόνια προσμονής» επιβεβαιώνουν πως ο Αυστραλός δεν σταματά να εκπλήσσει γιατί δοκιμάζει τις δυνάμεις του σε είδη που αψηφούν τα πεπραγμένα του καθώς και οποιαδήποτε εύκολη κατηγοριοποίηση. (Για άλλους η καλύτερή του στιγμή είναι κάποιο από τα «Mad Max», προσωπικά ωστόσο δεν ξεχνώ το «Babe: Pig in the city»).

 

Το love story ανάμεσα σε μια ακαδημαϊκό κι ένα τζίνι περνάει από έναν ωκεανό φαντασμαγορίας για να καταλήξει σε ένα γλυκόπικρο coda που κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί, έχοντας στο μεταξύ διανύσει αιώνες συναισθημάτων και μια ταραγμένη αναθεώρηση της κλασικής σχέσης εξάρτησης του τυχερού, ανυπόμονου αφεντικού από τον προαιώνιο, καταπιεσμένο, πονηρό, προσωρινό δούλο του.

 

Η Τίλντα Σουίντον ερμηνεύει μια narratologist, δηλαδή μια επιστήμονα των ιστοριών τρόπον τινά, αν θέλετε μυθιστοριολόγο ‒ ένας σχεδόν επινοημένος τίτλος σπουδών και επαγγελματικής ασχολίας που περιγράφει τον ιστοριοδίφη. Η Alitheia, όπως ονομάζεται, που φυσικά παραπέμπει στην ελληνική Αλήθεια και δυστυχώς, καθώς και παραδόξως για τον ελληνικής καταγωγής Μίλερ, ο οποίος θα όφειλε να το είχε προσέξει, προφέρεται Αλητεία στην ταινία(!), δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μελετά και να περιοδεύει, δίνοντας ομιλίες. Σε μία απ’ αυτές λιποθυμά επί σκηνής, έχοντας βιώσει μια εμπειρία που δεν είναι σίγουρη αν είναι μεταφυσική ή αληθινή.

 

Πάντως, το εξαιρετικά αληθοφανές, γιγαντιαίο τζίνι της αρχικής εμφάνισης στο μπροστά στο κοινό εμφανίζεται μεγαλοπρεπώς από το λυχνάρι που η Alitheia αγόρασε στο παζάρι της Πόλης και, αφού εκείνη μένει εμβρόντητη και πασχίζει να ξεπεράσει τη σοκαριστική δοκιμασία της τετράγωνης λογικής της, αυτός τεντώνεται και «κόβει κίνηση», ξεκινώντας ένα αναγνωριστικό παιχνίδι με μια ομολογουμένως ατελείωτη αφήγηση του βασανισμένου υπηρέτη ανθρώπων και εκπληρωτή ευχών.

 

Εξοικειωμένος με την ψηφιακή τεχνολογία και ενίοτε επιρρεπής στην υπερβολή, ο Μίλερ ξεχύνεται σε μια ανατολίτικη Disneyland χρωμάτων και εφέ, σκηνογραφικού οριενταλισμού και τραβηγμένου μελοδραματισμού, όχι ιδιαίτερα πειστικών, απότομα ξεκομμένων από το σύγχρονο ύφος. Ο Ίντρις Έλμπα είναι το τζίνι που βασικά πάντα πλήρωνε τη λαγνεία και το γινάτι μιας γυναίκας και η ταινία γλεντάει την αναδρομική εξιστόρηση των παθών του αδικημένου βοηθού τόσο πολύ, που το «Τρεις χιλιάδες χρόνια προσμονής» μοιάζει να κρατά περίπου τόσο, μέχρι να επανέλθει σε μια ενδιαφέρουσα ανατροπή.

 

Το twist είναι πως η πολύ λευκή, ολιγαρκής και στεγνή κυρία (όχι πολύ παλιότερα θα τη λοξοκοιτούσαν ως αγέλαστη γεροντοκόρη) και το πολύ μαύρο, σωματοποιημένο πνεύμα του Djinn αποφεύγουν τις παγίδες του κλασικού και τόσο σεξορατσιστικού παραμυθιού και αντί να διαιωνίσουν έναν καινούριο Αλαντίν με καλούς ηθοποιούς και λιγότερο fun, θέλουν να μιλήσουν για την ουσία της ιστορίας πέρα από τον τρόπο της αφήγησης και τη θέση που προσπαθούμε να καταλάβουμε στο δικό μας… παραμύθι ‒ εξού και η παράξενη ευχή που εκπλήσσει ακόμα κι έναν πολύπειρο αποδέκτη. Όπως άλλωστε θέτει την ιδιαίτερη συνθήκη της ιστορίας η συγγραφέας A.S. Byatt στο «Djinn in the nightingale’s eye», αντί να βιαστεί να παραγγείλει τις ευχές της, η ηρωίδα κρέμεται από τα χείλη του αφηγητή και ανακρίνει την αλήθεια του λόγου του, γιατί η δουλειά της δεν είναι μόνο το ψωμί αλλά και η ψυχή της.

 

Είναι κρίμα που μια αλλιώτικη, εναλλακτική ματιά πάνω στο τίμημα της μοναξιάς και την απόδραση από τα δεσμά των προσδοκιών χάνεται στα σαράντα κύματα μακρόσυρτων σεκάνς με μπαρόκ κακοφωνίες, τους κλέφτες και τους αρματολούς από τη Σεχραζάντ και τον Αλί Μπαμπά, που εικαστικά αποσπούν από την ουσία, και μια πιεστική λαχτάρα για θέαμα που αποδυναμώνει ένα τόσο ενδιαφέρον φινάλε.