Εκτός από το λεπτομερές χρονικό της πτώσης του Χάρβεϊ Γουάνστιν από την ατράνταχτη εξουσία του, το Κάποια Μίλησε είναι η κινηματογραφική σημαία του κινήματος ΜeΤoo. Το ίδιο περίπου είχαν επιχειρήσει, με καλύτερα αποτελέσματα, το Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου και το Spotlight, ύμνοι στη δύναμη της ερευνητικής δημοσιογραφίας που βρήκαν ανταπόκριση ανάλογη με την αξία τους αλλά και την επιθυμία των σινεφίλ των αντίστοιχων περιόδων να επιβεβαιώσουν τις ανατριχιαστικές υποψίες τους μέσω του συγκεκριμένου είδους της δραματικής ψυχαγωγίας.

 

Οι καιροί άλλαξαν και πλέον το σίριαλ της αποκαθήλωσης του πάλαι ποτέ κραταιού αφεντικού του Χόλιγουντ, του ανθρώπου που διεξήγε τις πιο πονηρές και αποδοτικές σε βραβεία και εισιτήρια καμπάνιες, έξυπνος και ακούραστος χωρίς αμφιβολία, αλλά και βρόμικος πέραν πάσης φαντασίας, κατά τη διάρκεια και όχι απλώς στο περιθώριο της χρυσής και ακυρωμένης πλέον σταδιοδρομίας του, έχει εξαντληθεί από τα παραδοσιακά media και τα κοινωνικά δίκτυα. Το κοινό τα ξέρει όλα και συνεχίζει να παρακολουθεί, καθώς η υπόθεση δεν έχει ολοκληρωθεί: ο Γουάινστιν είναι στη φυλακή και αντιμέτωπος με πρόσθετες κατηγορίες και ενδεχομένως καταδίκες, αν βρεθεί ένοχος για τις καταγγελίες για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση κι άλλων γυναικών, που τον θα τον οδηγήσουν ξανά στο εδώλιο πολύ σύντομα.

 

Η ταινία που υπογράφει η βραβευμένη με Emmy για τη σκηνοθεσία της στην εξαιρετική μίνι σειρά «Unorthodox», Μαρία Σρέϊντερ, δεν προσθέτει τίποτε απολύτως πέραν της δραματοποιημένης προσπάθειας των Μέγκαν Τουόι και Τζούντι Κάντορ να βάλουν σε μια σειρά τις φήμες που σέρνονταν επί χρόνια για τον Αμερικανό παραγωγό. Οι δυο δημοσιογράφοι των «New York Times» είχαν να αντιμετωπίσουν μια ποικιλία προβλημάτων: η πρώτη είχε επιλόχεια κατάθλιψη και η δεύτερη μικρά παιδιά να μεγαλώσει, τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους δεν ανταποκρίνονταν στο πρωτόκολλο μιας υπεύθυνης εφημερίδας που δεν θέλει αχρείαστους μπελάδες χωρίς διασταυρωμένες αποδείξεις, οι πηγές δίσταζαν να καταγραφούν επίσημα και επώνυμα και, σαν να μην έφταναν αυτά, ο Ρόναν Φάροου τις είχε προλάβει με το δικό του exposé στο «New Yorker».

 

Το πρώτο μισό (τουλάχιστον) της ταινίας κυλά σαν τους αναγνωριστικούς πρώτους γύρους ενός αδιάφορου ματς πυγμαχίας: γνωρίζεις από πριν πως οι αντίπαλοι έχουν μια πολλά υποσχόμενη γροθιά, αλλά τίποτα στο βλέμμα και τις κινήσεις τους δεν προδίδει ενδιαφέρουσα αναμέτρηση. Η διάθεση της Σρέιντερ παραμένει άγνωστη μέχρι το τέλος, αντίθετα με τις προθέσεις της, που είναι προφανείς. Είναι σαν να επιτελεί το ιερό καθήκον της καταγραφής μιας σημαντικής αποκάλυψης, αλλά δεν έχει να φανερώσει πολλά πέρα από τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και τις λεπτομέρειες του πλαισίου. Ικανή στον εντοπισμό συναισθηματικών αποχρώσεων και εσωτερικών συγκρούσεων, όπως στην περίπτωση της εγκλωβισμένης στον χασιδικό εφιάλτη ηρωίδας του «Unorthodox», η Σρέιντερ αποσπά τις καλύτερες στιγμές του Κάποια Μίλησε με τους δευτερεύοντες, αλλά πολύ σημαντικούς ρόλους που ενσαρκώνουν υπέροχα η Τζένιφερ Ιλ και η Άντζελα Γέο, δύο από τις γυναίκες που υπέστησαν σοβαρά ψυχικά τραύματα από το σύστημα συγκάλυψης που έστησε ο παραγωγός και το περιβάλλον του, εξαγοράζοντας σιωπή και απομακρύνοντας με τη φοβέρα ή την αυτοταπείνωση όποια γυναίκα τύχαινε να βρεθεί μπροστά στο ανοιγμένο μπουρνούζι του.

 

Πίσω από τις κλειστές πόρτες συνέβησαν τα σημεία και τέρατα, γι’ αυτό και είναι σωστή η επιλογή να μη φανεί το πρόσωπο του δράστη, παρά μόνο να ακουστεί η φωνή του, όταν στις τηλεφωνικές συνομιλίες του με τις ρεπόρτερ και τους διευθυντές της εφημερίδας (μια από αυτές, η ενθαρρυντική, γεμάτη ενσυναίσθηση Πατρίσια Κλάρκσον) κέρδιζε χρόνο για να οργανώσει την αμυντική του γραμμή, αοριστολογούσε ή απειλούσε και, κωμικά, ρωτούσε πάντα στο τέλος αν η Γκουίνεθ Πάλτροου θα συνυπέγραφε αυτοπροσώπως τις καταγγελίες ‒ ας μην ξεχνάμε πως ήταν το πουλέν του, πολλοί πίστωσαν σε εκείνον το σκανδαλώδες Όσκαρ της για τον Ερωτευμένο Σαίξπηρ έναντι της Κέιτ Μπλανσέτ, και αυτή ήταν μία από τις πρώτες που τον έδωσαν στεγνά, άρα κάτι ήξερε που ανησυχούσε για τη μαρτυρία της!

 

Ωστόσο, το She Said, που είναι ο αγγλικός τίτλος και αποτελεί τη συνέχεια στην έκφραση που ξεκινά με το Ηe Said, και υπονοεί σαφώς πως είναι ο λόγος της εναντίον του λόγου του, δεν ισοπεδώνει το ανδρικό γένος. Πολλοί συμπαραστέκονται στις Τουόι και Κάντορ (και κυρίως οι σύζυγοί τους) και ο τερατώδης αυτουργός δεν είναι μόνο ο ισχυρός (εκ)βιαστής αλλά το ανδρικό πέπλο της σιωπής, όπως εκφράζει με χαρακτηριστική φυσικότητα ο Πίτερ Φρίντμαν, τύπου «έλα μωρέ, πώς κάνετε έτσι, θα τα βρούμε…», στον ρόλο του μεγαλοδικηγόρου Λάνι Ντέιβις, ο οποίος θέλει να συμβιβάσει τα πράγματα πριν φτάσουν στο εκδοτικό απροχώρητο. 

 

Ο Άλαν Πάκουλα σκηνοθέτησε το Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου ως θρίλερ δωματίων με αφορμή το Watergate. Αντιπροσώπευε την αγωνία της liberal Αμερικής για κάθαρση μετά από μια εξόφθαλμα διεφθαρμένη, παρατεταμένα σκοτεινή περίοδο πολιτικής ανέχειας. Και η χρονική συγκυρία της εξόδου της ταινίας αυτής, σε συνδυασμό με τους σούπερ σταρ Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Ντάστιν Χόφμαν που πρωταγωνιστούσαν, τέλεια. (Και για να είμαστε δίκαιοι, οι Γούντγουορντ και Μπερνστάιν, δηλαδή οι αληθινοί χαρακτήρες που αγωνίστηκαν για τη δημοκρατία και το Πούλιτζερ απέπνεαν αμέριστη επαγγελματική προσήλωση στον στόχο τους, γιατί δεν είχαν να ασχοληθούν με την κούραση της μητρότητας).

 

Ο Τομ Μακάρθι έγραψε ένα δυνατό σενάριο για τη σεξουαλική κακοποίηση στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Το Spotlight ήταν γεμάτο αδρούς χαρακτήρες που εν μέρει ισοφάριζαν τη σχηματοποίηση και την τάση για «μήνυμα». Εξετάζοντας την πρώτη περίπτωση από διαφορετική σκοπιά, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ υπέγραψε μια grande dame ταινία: το The Post έγειρε προς τη μεριά της μεγάλης κυρίας Κάθριν Γκρέιαμ και η δική της απόφαση να δώσει το πράσινο φως ήρθε ως επιστέγασμα μιας κοπιώδους και γενναίας, τυπικά παράνομης προσπάθειας, πολλών δημοσιογράφων που αλλιώς δεν θα έβλεπαν ποτέ την αποκάλυψή τους να δημοσιεύεται στη «Washington Post».

 

Παρά τις ευαίσθητες στιγμές του και το δίκιο που είναι με το μέρος του, το She Said έχει χάσει το momentum του ΜeΤoo και δεν αξιοποιεί κινηματογραφικά ένα σοβαρό σύγχρονο κίνημα με πρωτότυπη και συναρπαστική προσέγγιση, παραμένοντας σε μια συμβατική αφήγηση.