Αν και μέτρια τα αποτελέσματα της ενασχόλησης του Κένεθ Μπράνα με τα γραπτά της Άγκαθα Κρίστι μέχρι στιγμής, ένα μέρος μας θαυμάζει το δέος με το οποίο φαίνεται να αντιμετωπίζει τα τελευταία, ένα δέος όχι μακριά από εκείνο που διέπει τις σαιξπηρικές του απόπειρες. Κάθε φορά θα εντοπίσει τη θεματική της ιστορίας της Κρίστι πίσω από το μυστήριο και θα την καταστήσει κεντρικό δημιουργικό άξονα, έστω κι αν στο μεταξύ, ακριβώς λόγω αυτού του δέους, καταλήγει να αφαιρεί τον παιχνιδιάρικο χαρακτήρα των βιβλίων – άλλο ύφος έχουν οι περιπέτειες του Πουαρό και άλλο το Και δεν έμεινε κανένας, για παράδειγμα, μα ο Μπράνα εναρμονίζεται πάντα με εκείνο του δεύτερου. Η τρίτη φορά είναι όντως και η φαρμακερή στην περίπτωσή του, καθώς το Μυστήριο στη Βενετία αποτελεί την καλύτερη εκ των τριών διασκευών Κρίστι που φέρουν την υπογραφή του. 

 

Μεταφέροντας τη δράση του Πάρτι για δολοφόνους στη φαντασματική Βενετία, την πόλη που στοίχειωσε για πάντα το «Don’t look now» του συμπατριώτη του Νίκολας Ρεγκ, ο Μπράνα παντρεύει το whodunit με ένα άλλο είδος για το οποίο μπορεί να υπερηφανεύεται η βρετανική παράδοση, εκείνο της ιστορίας φαντασμάτων. Με χαμηλότερο tempo, δίχως μεγαλόσχημη αισθητική, τουλάχιστον για τα μέτρα του Μπράνα, και μια παλιομοδίτικη αίσθηση του τρόμου, το φιλμ αποτελεί εκλεκτή ενήλικη διασκέδαση και έχει και κάτι ενδιαφέρον να καταθέσει γύρω από την έννοια του φαντάσματος. Στο τέλος εύχεσαι για πρώτη φορά, παράλληλα με ό,τι άλλο κάνει στη συνέχεια ο Μπράνα, να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του ως Πουαρό. Και μια και το φινάλε βρίσκει τον τελευταίο να έχει κατευνάσει τα φαντάσματά του, ελπίζεις να τον δεις επιτέλους να αγκαλιάζει και εκείνη την επηρμένη, παιδική και ενίοτε παιδιάστικη στάση του απέναντι σε ένα καλό μυστήριο που αναμένει την επίλυσή του, όπως δηλαδή τον μάθαμε, ξεφυλλίζοντας με πάθος χαρτοπαίχτη τις σελίδες των βιβλίων της Άγκαθα Κρίστι.