Από τα τεράστια, δοξασμένα αριστουργήματα που υπέγραψε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ στην τεχνικολόρ περίοδό του για την Paramount είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιο ως ανώτερο αν και κορυφαίος έχει ψηφιστεί, και ίσως να πληροί όλες τις θεωρητικές και αισθητικές προϋποθέσεις, ο Δεσμώτης του ιλίγγου. Πολύ κοντά στη δεύτερη θέση βρίσκεται ο Σιωπηλός Μάρτυρας που, εκτός από κομψοτέχνημα αγωνίας και πολυθεματικής δραματουργίας, αποδείχθηκε διασκεδαστικός για το πλατύ κοινό, όπως μαρτυρούν τα 37(!) εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις έναντι ενός που στοίχισε.
Τεχνικά πρόκειται για κατόρθωμα, με ατμοσφαιρικό τζαζ σκορ του Φρανζ Γουάξμαν και υποψήφια για Όσκαρ τη φωτογραφία και τον ήχο, εκτός από τη σκηνοθεσία και τη σεναριακή διασκευή πάνω στο παλιό διήγημα It had to be murder, που οφείλει να διδάσκεται: η δράση καταλαμβάνει ένα κυρίως δωμάτιο, αυτό του ακινητοποιημένου φωτορεπόρτερ, που αναγκάζεται να παραμείνει στο διαμέρισμά του μετά από ατύχημα και σε ό,τι βλέπει η κάμερα στο στενό της εύρος, που είναι ανάλογο με την περιορισμένη θέα που προσφέρει το ανοιχτό παράθυρο.
Οι επισκέψεις από την εμψυχωτική αρραβωνιαστικιά (η Γκρέις Κέλι, μια οπτασία στα πρόθυρα της απόδρασης στο πριγκιπάτο του Μονακό) και μια σκωπτική οικιακή βοηθό (η αιώνια χαρισματική καρατερίστα Θέλμα Ρίτερ) είναι αραιές σε σχέση με την αδράνειά του, μέσα στη ζέστη και την αίσθηση πως είναι άχρηστος. Σκοτώνει την ανία του κρυφοκοιτάζοντας με τον φακό του τους απέναντι, τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας που ο ακάλυπτος χωρίζει από τη δική του. Ο χρόνος, ωστόσο, είναι ο αόρατος πρωταγωνιστής του Σιωπηλού Μάρτυρα, γι’ αυτό και ο Χίτσκοκ κουρδίζει ένα ρολόι στο παραδοσιακό του σύντομο cameo. Όταν το μάτι του Ελ. Μπι. πέφτει πάνω σε έναν φόνο που μαγειρεύεται από τον σύζυγο, πρέπει να τον προλάβει πριν να είναι αργά όχι μόνο γι’ αυτόν αλλά και για την αγαπημένη του συνεργό. Για τους θεατές, το Πίσω παράθυρο ενός αθώου παρατηρητή και απρόθυμου ήρωα παραμένει συμπαγής ψυχαγωγία για όλες τις εποχές, εβδομήντα ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη προβολή του.
Για τους ειδικότερους αναλυτές, η διαστρωματωμένη πατριαρχία μιας σφιχτής κοινότητας και ο ηδονοβλεψίας που σχεδόν τιμωρείται, και σίγουρα δοκιμάζεται, για το αμάρτημα της απρόσκλητης ματιάς στις ζωές των άλλων δίνουν τροφή για θεωρίες και ερμηνείες. Γνωστότερη όλων η άποψη του μελετητή του Χίτσκοκ, σκηνοθέτη και πρωτεργάτη της nouvelle vague Φρανσουά Τριφό, ο οποίος είχε γράψει πως στη συγκεκριμένη παραβολή η κοινή αυλή είναι ο κόσμος, ο φωτορεπόρτερ ο κινηματογραφιστής και τα κιάλια του η κάμερα και οι φακοί του σκηνοθέτη. Η προφανής κινηματογραφική αλληγορία, ωστόσο, θα μπορούσε, με καλή πίστη και λίγη φαντασία, να προχωρήσει σε μια ακόμη βαθύτερη, πιο προσωπική κατάθεση του δημιουργού της ταινίας.
Το 1953-54 που γυρίστηκε ο Σιωπηλός Μάρτυρας η τηλεόραση είχε καταφθάσει ήδη ως οδοστρωτήρας με τις καθημερινές εκλαϊκευμένες σειρές και τα εβδομαδιαία πρωτόλεια sitcoms και το σινεμά έπρεπε να αντιδράσει με κόλπα για να επιβιώσει, από σινεμασκόπ μέχρι 3D και πολλή καμπάνια. Ο φωτογράφος που υποδύεται ο Στιούαρτ στην ταινία είναι ακινητοποιημένος από ένα ατύχημα, ξαπλώνει ή σέρνεται ράθυμα με τον γύψο, ούτε καν η σέξι Γκρέις τον ξυπνάει με τις καυτές αγκαλιές και τις αιθέριες εμφανίσεις της διά χειρός της ενδυματολόγου Ίντιθ Χεντ. Η μοναδική του χαρά είναι να παίρνει μάτι με τον φακό του τους απέναντι, παρατηρώντας τα δωμάτια της πολυκατοικίας σαν να είναι κουτάκια ξεχωριστών ιστοριών, δηλαδή σαν να είναι κανάλια τηλεόρασης, και με τον τηλεφακό, με άλλα λόγια το τηλεχειριστήριο, κάνει ζάπινγκ σε επεισόδια, σε αφηγηματικές συνέπειες. Και για να εκδικηθεί το μέσον που μόνο καθηλωμένος χαζεύεις, το γυρίζει σε φόνο, μεθερμηνεύει δηλαδή την αποσπασματική θέαση σε θανάσιμη συνήθεια που απειλεί ακόμα και τη ζωή σου αν την αντικρίσεις κατάματα, όπως ο Στιόυαρτ έπεσε κατά λάθος πάνω στο οργισμένο βλέμμα του Ρέιμοντ Μπερ! Ιδιοφυές. Αν ο Χίτσκοκ το έκανε υποσυνείδητα, είναι δείγμα του γιγαντιαίου ταλέντου του. Αν το προμελέτησε εκδικητικά, ακόμα καλύτερα!
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0