Πάνω που χάρηκα πως επιτέλους βρήκα τη ρομαντική κομεντί που θα σπάσει το κακό κάρμα της μπαναλαρίας που μαστίζει το είδος από την εποχή -πού να θυμάμαι τώρα- ίσως του Γάμου του καλύτερου μου φίλου- ήρθε η τρίτη πράξη και ισοπέδωσε την καλή υπόσχεση της αρχής και της κάπως πιο απελευθερωμένης γλώσσας που χρησιμοποιείται. Στην ταινία του Λούκετιτς, μια αισιόδοξη και control freak παραγωγός πρωινής εκπομπής αναγκάζεται από το κανάλι να δεχθεί ως ενίσχυση στο προβληματικό πρόγραμμα που επιβλέπει τη σαρωτική παρουσία ενός ανερχόμενου παρουσιαστή, ο οποίος φτύνει με τον πιο κυνικό και επιδειξιομανή τρόπο την αλήθεια, όπως εκείνος τη βλέπει, για τη σχέση των δυο φύλων. Η Άμπι σοκάρεται από τον Μάικ και τον σνομπάρει.

Ωστόσο, εκείνος αποδεικνύει πως πίσω από τη χυδαία του εκφορά υπάρχουν σοβαρά ψήγματα αποτελεσματικότητας: τη βοηθάει να ρίξει τον κούκλο γιατρό της διπλανής πόρτας με μεθόδους που ξεγυμνώνουν το συναίσθημα. Τα πάντα καταρρέουν όταν αποκαλύπτεται πως το τρωτό του σημείο ήταν μια κρίσιμη χυλόπιτα. Το είδος της ρομαντικής κομεντί, παρά την εμπορική του ανταπόκριση σε ένα κοινό πρόθυμο να αναστενάξει αντικρίζοντας το λυτρωτικό ευτυχές τέλος, εξακολουθεί να ταλαιπωρείται από την ευκολία της μεταφοράς του προβλήματος στη σχέση σε ένα τραυματικό background.

Το κλασικό Adam's Rib, για παράδειγμα, βάζει τα φύλα να ανταγωνίζονται σε μια ad hoc μάχη ιδεών και διαλόγων. Οι καταστάσεις προκύπτουν από την πένα και μετά από το ύφος και τη σκηνοθεσία. Όχι από τη σκουριασμένη σφαλιάρα που έφαγε ο Τζέραλντ Μπάτλερ, που πάντως με κέρδισε, όπως και η ζωντάνια της Χάιγκλ.