Εκείνη ζει με το γιο και το σύζυγό της απέναντι από τους κήπους του Λουξεμβούργου στο Παρίσι. Εκείνος ζει μόνος με το γιο του στο πίσω μέρος ενός μικρού φορτηγού. Εκείνη διευθύνει μία υπέροχη γκαλερί σύγχρονης τέχνης. Εκείνος επιβιώνει κάνοντας δουλειές του ποδαριού και μετακομίσεις. Εκείνη νωρίζει καλά τον Υπουργό Πολιτισμού. Εκείνος τις φιάλες του αλκοόλ. Εκείνη λατρεύει τις συζητήσεις περί ιδεών. Εκείνος το σεξ με άγνωστες γυναίκες με μεγάλο στήθος. Δεν μοιάζουν σε όλα... και αλληλοϋποστηρίζονται σε ακόμη λιγότερα. Κανονικά δε θα συναντιούνταν ποτέ. Αλλά τα παιδιά τους, είναι κολλητοί φίλοι. Στο τέλος θα καταλάβουν γιατί...

Με εξαιρετικό τεχνικό επιτελείο (η Λετεριέ στα κοστούμια, ο Κουλέ στη μουσική), και ένα μελετημένο κάστινγκ που προδιαθέτει για ισχυρές συγκρούσεις, η Αν Φοντέν στήνει μια καταστασιακή κωμική σύγκρουση ανάμεσα σε έναν χονδροειδή λαϊκό Βέλγο και μια δυσκοίλια σνομπ Γαλλίδα, με αφορμή τη φιλία των μοναχογιών τους. Ο θερμός Πολβούρντ κυριαρχεί με τις σαρωτικές χειρονομίες και τις εναλλαγές της διάθεσης του έναντι της εγνωσμένα παγερής Υπέρ, η οποία, αν και θεωρητικά και εμφανισιακά τέλεια για τον ρόλο, δεν μπορεί να μεταφράσει την πείρα της σε μια πειστική ερμηνεία, παρά τις πολλές ευκαιρίες που της δίνονται μέσα στην ταινία να μετατρέψει μια βασίλισσα του control σε μια γυναίκα που επιτέλους συνέρχεται απο το λήθαργο της κομψής απομόνωσης της. Στο ξεκίνημα του, το Ούτε στον Εχθρό μου ξαφνιάζει με τον μυαλωμένο χειρισμό της γαλλικής αστικής τάξης ως ένα πολιτισμένο απολίθωμα καλών τρόπων και υπολογισμένης υποκρισίας (βοηθάει και ο Αντρέ Ντυσολιέ σε αυτό), αλλά γρήγορα η Φοντέν εξαντλεί τα επιχειρήματα της σε μια προφανή απαρίθμηση περιπτώσεων όπου οι σκηνές απλά αποκαλύπτουν τα αναμενόμενα κλισέ. Σπαρμένες μέσα στην ταινία, υπάρχουν έξυπνες παρατηρήσεις, αστείοι διάλογοι κι κυρίως, ο Πολβούρντ, ένας ηθοποιούς με εκτόπισμα που κατανοεί απόλυτα τους όρους της κωμωδίας.