Διάσημος και αναγνωρισμένος, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ ρισκάρει την περιουσία και τη φήμη του όταν επιλέγει να διασκευάσει το pulp μυθιστόρημα Ψυχώ με αφορμή μια τυχαία ερώτηση στην πρεμιέρα της Σκιάς των τεσσάρων γιγάντων: «Είστε 60 ετών, γιατί δεν τα παρατάτε τώρα που είστε στην κορυφή;». Το στούντιο, ο ατζέντης και κυρίως η σύζυγός του διαφωνούν κάθετα, αλλά ο Χίτσκοκ βρίσκει ευκαιρία να προκαλέσει και να ταράξει με μια ταινία που αντιβαίνει στον ορισμό της κομψότητας και της υπόνοιας που έχει καλλιεργήσει με τη μέχρι τούδε φιλμογραφία του.

 

Βασισμένο στο χρονικό του Στίβεν Ρεμπέλο για το γύρισμα της ταινίας Ψυχώ, το Χίτσκοκ είναι ένα μείγμα κουτσομπολιού και βιογραφίας, μια επιδερμική στην ανάπτυξη χαρακτήρων, ατακαδόρικη στο πρώτο μέρος και οριακά γαργαλιστική για τους σινεφίλ ταινία που ρέει ευχάριστα, παρά τα προβλήματά της. Επειδή ο Χίτσκοκ ήταν αυτός που ήταν, ένας μέγιστος δημιουργός με έντονα δημόσια εικόνα, πανούργος στον σχεδιασμό και στην προώθηση των ταινιών του, επιρρεπής στις προκλήσεις κι επινοητικός στα καλλιτεχνικά προβλήματα που ανέκυπταν, το γεγονός πως μια ταινία ασχολείται με mainstream διάθεση γι’ αυτόν (ενώ δεν θα γινόταν έτσι στην περίπτωση του Αντονιόνι, για παράδειγμα) δεν είναι παράπτωμα.

 

Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως, λόγω τίτλου και υπόθεσης, η ιστορία θα επικεντρωνόταν γύρω απο την απονενοημένη απόφαση του σκηνοθέτη να γυρίσει ένα απροκάλυπτα βίαιο και ταπεινών ενστίκτων άγνωστο μυθιστόρημα ενός άσημου συγγραφέα, μετά από την αρχική φάση του παρασκηνίου γύρω από τις δυσκολίες του στησίματος του Ψυχώ -τότε το αφεντικό Μπάρνεϊ Μπάλαμπαν και ο ατζέντης Λιού Γουάσερμαν εξέφρασαν σοβαρές αμφιβολίες-, το έργο μετατοπίζεται στην καταλυτική επιρροή της συζύγου του, Άλμα Ρέβιλ, η οποία διατηρούσε μια πλατωνική φιλία με έναν σεναριογράφο και στο διάστημα εκείνο αποξενώθηκε από τον άνθρωπο που βοήθησε όσο κανείς άλλος, σύμφωνα και με τη δική του παραδοχή.

 

Η ταινία θα μπορούσε άνετα να βαφτιστεί Άλφρεντ και Άλμα - τόσο ισάξια είναι η παρουσία της γυναίκας της ζωής του. Σε όλη τη διάρκεια του Χίτσκοκ το φάντασμα του δολοφόνου στο Ψυχώ διατρέχει το πνεύμα του σκηνοθέτη ως φροϊδικός δαίμονας, παρακινώντας τον να βρει στοιχεία που θα συνδράμουν στα κίνητρα των ηρώων του και στη γενικότερη αληθοφάνεια. Ωστόσο, παρά την προσπάθεια να κρατηθεί ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ της πραγματικότητας και της δραματοποίησης στα γεγονότα και τα πρόσωπα, τα αποτελέσματα είναι άνισα. Η δουλειά που έγινε στο μακιγιάζ του Χόπκινς είναι έξυπνη (και υποψήφια για το μοναδικό Όσκαρ της ταινίας): η μεταμόρφωση έγινε έτσι ώστε η φιγούρα να είναι αδιαμφισβήτητα Χίτσκοκ και η εντύπωση να παραπέμπει και στον σκηνοθέτη αλλά και στον Άντονι Χόπκινς, αποφεύγοντας την πλήρη κάλυψη.

 

Δυστυχώς, ο Χόπκινς δεν ξεφεύγει από τη μανιέρα της μίμησης, εκτός από την υπέροχη σκηνή που παρακολουθεί στο λόμπι του θεάτρου την πρεμιέρα, κατευθύνοντας με χειρονομίες στον αέρα τις αντιδράσεις του κοινού, σύμφωνα με τη μουσική και την εικόνα. Η Έλεν Μίρεν ως Άλμα και η Σκάρλετ Γιοχάνσον ως Τζάνετ Λι είναι ευπρόσωπες, αν και την παράσταση κλέβει η Τζέσικα Μπιλ ως πικραμένη Βέρα Μάιλς, η γυναίκα που εκφράζει τον συγκρατημένο θυμό για την απόρριψή της από τον Χίτσκοκ, όταν εκείνη έμεινε έγκυος κι επέλεξε να εγκαταλείψει τον Δεσμώτη του Ιλίγγου, παραχωρώντας τη θέση της στην τυχερή Κιμ Νόβακ.