ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ

 

Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που τα χρήματα μπορούν να χαλάσουν ένα σπουδαίο φιλμ, η συνέχεια της διάσημης ταινίας του Μιχάλκοφ από το 1994 προβλήθηκε στις Κάννες το 2010 (έρχεται στη χώρα μας με έξι χρόνια καθυστέρηση) μετά βαΐων και κλάδων, διαφημιζόμενη ως η ακριβότερη ρωσική ταινία που έγινε ποτέ, και κατακρεουργήθηκε από τους κριτικούς όχι μόνο για το περιεχόμενό της αλλά και για αιτίες που την ξεπερνούν. Οι καλές σχέσεις Μιχάλκοφ και Πούτιν έφεραν την πρόσβαση στα χρήματα ώστε να γυριστεί το σίκουελ ενός φιλμ που άφηνε να εννοηθεί ότι οι ήρωές του δεν θα επιβίωναν, αλλάζοντας τελείως πλεύση στην ιστορία και έχοντας ίδιους ηθοποιούς να υποδύονται τους βασικούς χαρακτήρες για γεγονότα που συμβαίνουν πέντε χρόνια έπειτα από εκείνα της πρώτης ταινίας, παρότι αυτοί είναι 16 χρόνια μεγαλύτεροι – κάτι που ειδικά σε παιδιά είναι εμφανές.

 

Περνώντας τα χρόνια, καταλαβαίνει κανείς πως οι αρνητικές φωνές ήταν κυρίως για το γεγονός πως όλοι έβλεπαν το φιλμ ως επίθεση της νέας, ισχυρής, ορθόδοξης Ρωσίας που άφηνε πίσω την Ιστορία της και δεν είχαν εντελώς άδικο. Ενώ ο Μιχάλκοφ μπορούσε, και σε πολλές στιγμές το πετύχαινε, να φτιάξει ένα πολύ δυνατό αντιπολεμικό φιλμ, στα χνάρια του Έλα να δεις του Έλεμ Κλίμοφ, έχοντας ως σύμμαχο το σοκ και κυρίως τον σουρεαλισμό, μπλέκεται τελικά με τον στόμφο και τον ψευτοδιδακτισμό, ενώ κάνει και σε πολλές περιπτώσεις μια άγαρμπη επίδειξη των χρημάτων που ξοδεύτηκαν για το έπος του. Αυτή η ανισότητα, σε συνδυασμό με την κατηγορία για δεκάδες ιστορικές ανακρίβειες, δεν άρεσε και στους θεατές της χώρας του, που, παρά την πολύ δυναμική προώθηση από το κράτος, γύρισαν την πλάτη τους στο πολυδιαφημισμένο υπερθέαμα.