Για μια ακόμη φορά, ο Μάικλ Μουρ πέφτει μέσα στην επικαιρότητα, βλέποντας καθαρά τα σημάδια της οικονομικής κρίσης κατά τη διάρκεια της σεναριακής προετοιμασίας και των γυρισμάτων της ταινίας του Καπιταλισμός: Ιστορία ενός έρωτα. Ο ίδιος παραδέχτηκε πως βασικά προθερμαινόταν επί 20 χρόνια, όταν με το Roger and me και τις επόμενες ταινίες του γυρόφερνε τις καταστροφικές επιπτώσεις της αμερικανικής εφαρμογής του καπιταλισμού.

Εκτός από τις κλασικές και αναμενόμενες σκηνές, όπου τεντώνει τους ακτιβιστικά κωμικούς του μύες διαμαρτυρόμενος μπροστά στο Χρηματιστήριο της Wall Street, βάζοντας κίτρινη ταινία και προσομοιώνοντάς το με τόπο εγκλήματος, ή όταν ρωτάει με μάτια γεμάτα κλοουνίστικη αλλά αποτελεσματικά διαλεκτική απορία υποτίθεται υπεύθυνους ανθρώπους, μόνο και μόνο για να εξάγει προαποφασισμένα ή προφανή συμπεράσματα που τους ζεματάνε, ο Μουρ κάνει την έρευνά του και αποκαλύπτει με αξιοζήλευτο δημοσιογραφικό ταλέντο ανατριχιαστικές απάτες: δικαστές συστηματικά χώνουν ανήλικους σε τοπικό αναμορφωτήριο για ψύλλου (παραβατικό) πήδημα, για να βγάλουν εκατομμύρια, ο ήρωας πιλότος Σαλενμπέργκερ που έσωσε τους επιβάτες προσθαλασσώνοντας το αεροπλάνο στον ποταμό Χάντσον ομολογεί μπροστά σε ειδική επιτροπή πως του ψαλίδισαν τον μισθό κατά 40% και του έκοψαν τελείως τη σύνταξη, μεγάλες εταιρείες κάνουν κομπίνες με ασφάλειες για να επωφεληθούν οι ίδιες όταν πεθαίνουν υπάλληλοί τους, και όχι οι συγγενείς τους.

Το κεφάλαιο «Καπιταλισμός» είναι τεράστιο, ο Μουρ το αντιμετωπίζει με τη συνηθισμένη του αριστερή ειρωνεία και ρητορεία, δεν αποφεύγει και πάλι τον αμερικανικό τοπικισμό (κάτι που έχει τα υπέρ και τα κατά του) και το αποτέλεσμα είναι προβλεπόμενα καλό και ψυχαγωγικό. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε πάθει ανοσία στον Μουρ και ενώ οι πρόσφατες ταινίες του είναι έτσι φτιαγμένες ώστε να φαίνονται απλές, ενώ δεν είναι καθόλου, τον έχουμε συνηθίσει όπως οι αντίπαλοί του τον αναγνωρίζουν και στρίβουν στις γωνίες για να μη τους πετύχει η φαρμακερή κάμερα και το ενοχλητικό μικρόφωνό του. Φοβάμαι πως η κωμική και βαθιά πολιτική σάτιρα του Μπόρατ/Μπρούνο, ο οποίος έχει το επιπλέον ταλέντο της εξωφρενικής μεταμφίεσης, υπηρετεί καλύτερα στις κανιβαλιστικές ανάγκες της εποχής.