Όταν ο Μπρους Μπέρεσφορντ ρωτήθηκε αν πειράχτηκε όταν Ο Σοφέρ της Κυρίας Ντέιζι πήρε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, αλλά ο ίδιος δεν προτάθηκε στην πεντάδα των σκηνοθετών (κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στη νεότερη ιστορία του θεσμού), είπε πολύ ειλικρινά πως δεν ενοχλήθηκε καθόλου, γιατί όντως η σκηνοθεσία δεν ήταν σπουδαία, ενώ το σενάριο ήταν φανταστικό και πως το μόνο που του έμενε να κάνει ήταν να στήσει τις σκηνές και να τις φωτογραφίσει. Συγχαρητήρια για τη μετριοφροσύνη του σ’ ένα επάγγελμα υπερφίαλων, αλλά φοβάμαι πως έχει δίκιο. Στον Τελευταίο χορευτή του Μάο φαίνεται η έλλειψη πνοής και σκηνοθετικών λύσεων σε μια βιογραφία που κυλάει με τον πιο προβλέψιμο τρόπο, γεμάτη ανισότητες και déjà vu. Η ιστορία είναι πραγματική, η παραγωγή ok, το φινάλε είναι συνταγή για ζαχαρίνη, ο χορευτής που κλήθηκε να παίξει λίγο όντως παίζει λίγο και χορεύει σαφώς καλά, ο Μπρους Γκρίνγουντ ως χορογράφος είναι ο μόνος που χαρίζει χιούμορ ανάμεσα στις γραμμές, ο Κάιλ Μακλάκλαν στο ρόλο του δικηγόρου βγήκε από άλλο ανέκδοτο και η σκηνή που υπενθυμίζει την ποίηση του μπαλέτου είναι ένα απόσπασμα σε βιντεοκασέτα από μια σειρά αιθέριων κινήσεων του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ. Μετά τα Κόκκινα Παπούτσια, κανείς δεν έχει αξιοποιήσει τον ιδιαίτερο αυτό χώρο - εκτός από την Κόκκινη Γραμμή, που αφορά κυρίως την ψυχολογία των χορευτών.