Ο κόσμος είναι ένα αφόρητο κομφούζιο και αν δεν τον αντέχεις, το βάζεις στα πόδια, ακόμα κι αν βράζεις στις τύψεις σου ενώ περνάς καλά: αυτή είναι περίπου η φιλοσοφία ενός λιγόψυχου λαμόγιου, υπαλλήλου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στη Ραγκούν της Βιρμανίας –εκεί όπου τώρα είναι η Μιανμάρ και η πρωτεύουσά της, η Γιανγκόν– στα χρόνια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Όταν ο Έντουαρντ μαθαίνει πως με το επόμενο καράβι καταφθάνει η αρραβωνιαστικιά που περίμενε επί επτά χρόνια, πανικοβάλλεται και το σκάει παραμονή του γάμου τους! Η Μόλι τον ακολουθεί κατά πόδας, από τη Σιγκαπούρη και τη Σαϊγκόν ως τη Μανίλα και τη Σανγκάη. Σχεδόν τον προφταίνει, αλλά εκείνος έχει προλάβει να δοκιμάσει την ασύδοτη ζωή ενός λίγο μελαγχολικού περιπλανώμενου, επικηρυγμένου στα μάτια μιας θεληματικής γυναίκας που δεν δέχεται το όχι ως απάντηση – σαν να κόβει δρόμο και να κερδίζει χρόνο.

 

Το πρώτο μέρος ανήκει στον δραπέτη Έντουαρντ, ενώ στο δεύτερο μισό ο Μιγκέλ Γκόμεζ ακολουθεί τη ματιά της Μόλι σε μια μακρά και γεμάτη απρόοπτα περιοδεία στην Άπω Ανατολή, βασίζοντας τη ρομαντική, εξωτική, αταλάντευτα ιδιοσυγκρασιακή, συχνά κωμική περιπέτειά του Γκραν Τουρ σε ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο του Σόμερσετ Μομ όπου περιγράφει τη συνάντησή του με έναν δειλό Άγγλο που παράτησε μια πεισματάρα γυναίκα, η οποία ωστόσο ακολούθησε τα ίχνη του για να τον βρει, σε μια διήγηση αμφιβόλου αξιοπιστίας. Αντιπαραθέτοντας τις ασπρόμαυρες εικόνες μιας μακρινής αποικιοκρατικής περιόδου με σημερινά πλάνα καθημερινότητας των ίδιων, μετεξελιγμένων πόλεων, ο Πορτογάλος σκηνοθέτης του Χαμένου Παραδείσου και του Arabian Nights μοιάζει να απαγγέλλει ανάποδα μια παλιά χολιγουντιανή ταινία και να την επαναφέρει στην πραγματικότητα, κάνοντας πολιτικό σχόλιο για τη μοίρα δυο τυχαίων ανθρώπων σε «ντεκόρ» που δεν ελέγχουν, όσο κι αν τα προσπαθούν να διαφύγουν απ’ αυτό – μιλώντας πορτογαλικά, οι δυο «Άγγλοι» του επιτείνουν τη σχεδόν πειραματική, αντισυμβατική φιλοσοφία του σινεμά για το σινεμά πέρα από τις αποδεκτές νόρμες και τις αναμενόμενες συμβάσεις.

 

Οι πολλαπλές αφηγήσεις, η πολυγλωσσία και το παιχνίδι με τον χρόνο κρύβουν γοητεία, μυστήριο και ως έναν βαθμό σασπένς στην εξέλιξη μιας ιστορίας που μοιάζει με αλλόκοτο παραμύθι, αν και η αδιαπέραστη πλοκή συχνά αδρανεί παρά την αέναη μετακίνηση του αταίριαστου ζεύγους. Το ονειρικό και ακατάτακτο Γκραν Τουρ απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών του 2024.