Ένας ηλικιωμένος έμπορος όπλων υποβάλλεται σε εγχείρηση κατά τη διάρκεια της οποίας, βοηθούσης της νάρκωσης, επισκέπτεται στο μυαλό του τα 50 ταραγμένα χρόνια της πολιτικής ιστορίας της Μεγαλονήσου. Ο Βασίλης Μαζωμένος χωρίζει την ταινία σε τρία μέρη: την περίοδο από το '50 μέχρι το '59, την οποία απεικονίζει σαν ένα ναζιστικό Γκουαντάναμο, την τουρκική εισβολή του '74 και τη δολοφονία του Σολωμού το '96. Μετά από επίμονη θητεία σε πιο πειραματικά θέματα, ο σκηνοθέτης φροντίζει πολύ την εικαστική πλευρά της ταινίας, αλλά από την υπερβολική επιμέλεια στη σκηνογραφία και τους φωτισμούς καθώς και την επιτηδευμένη θεατρικότητα στη διδασκαλία των ηθοποιών, κατασκευάζει μια δομημένη μεν, αλλά μουμιοποιημένη κάψουλα πολιτικού διδακτισμού που δεν διαφωτίζει, αλλά στήνει σκηνές με παγωμένους διαλόγους και προφανείς συμβολισμούς σαν αποστασιοποιημένη διατριβή στη σχέση εξουσιαστή με εξουσιαζόμενο, με ενδιάμεσο σταθμό την κροκοδείλια θλίψη της ενοχής. Είναι κατανοητό πως ο Μαζωμένος υπηρετεί μια καλλιτεχνική θέση όπως εκείνος την εννοεί και παίρνει ένα σημαντικό ρίσκο με το να πραγματευτεί ένα καυτό υλικό με τη ματιά ενός δημιουργού. Ωστόσο, η παντελής απουσία πάθους, έστω και εμβόλιμα (ακόμη και μια μαυροφορεμένη που πενθεί τον γιο της είναι μια γωνιακή παρένθεση σε ένα στυλιζαρισμένο πλάνο) στερεί από νόημα ένα τέτοιο εγχείρημα.