Φυσικά, το φαινομενικά ήσυχο Σάντφορντ, με τους ευυπόληπτους κατοίκους και τη διακοσμητική τελειότητα δεν μοιάζει καθόλου με την καλλιεργημένη βιτρίνα του. Ο Έιντζελ, ένας υπερκινητικός σπασίκλας, αυστηρός τηρητής των νόμων και ψείρας στο επάγγελμά του, χαλάει τα σχέδια εκείνων που έχουν λόγο να κρατούν τη μικρή τους πόλη κάτω από το ραντάρ της δημοσιότητας. Και να ήταν ένας μόνο, πάει στο καλό. Ο τίμιος και δίκαιος αστυνομικός θα βρεθεί μπροστά σε μια μεγαλειώδη πλεκτάνη και θα χρειαστεί στρατό για να εξαρθρώσει το κύκλωμα που κανείς δεν φαντάζεται - ας μην αποκαλύψω ποιος ή ποιοι είναι οι δράστες των εγκλημάτων που καλείται να εξιχνιάσει ο Έιντζελ. Ακριβώς εκεί πατάει το καινούργιο πόνημα-τόλμημα του Ράιτ. Μετά το εμπνευσμένα σατιρικό Shaun of the Dead, βάζει στοίχημα πως μπορεί να κάνει μια εξωφρενική περιπέτεια αλά αμερικάνα, σε καθαρά βρετανικό ντεκόρ, χρησιμοποιώντας το αγγλικό ιδίωμα για να βγάλει χιούμορ μέσα από την υπερβολή. Η ταινία έχει πολλή πλάκα, δράση και ρυθμό που αυξομειώνεται με ζαλιστικές δόσεις, διαθέτει έναν τρομερό και φρέσκο ηθοποιό, που συνεργάζεται με τον Ράιτ στο σενάριο, τον Σάιμον Πεγκ (έναν Μάικλ Κέιν νέας κοπής), και αναμιγνύει την κωμωδία με την αστυνομική περιπέτεια, περνώντας συνεχώς με κόκκινο από τα σημεία που υποτίθεται ότι πρέπει να σεβαστεί. Η αναφορά σε πάμπολλες ταινίες του είδους, από τα Bad Boys μέχρι τα θρίλερ του Ρομέρο, είναι αφομοιωμένη, καθόλου καναλιζαρισμένη στο πλαίσιο ενός φόρου τιμής ή μιας εξυπνακίστικης παρωδίας. Ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει πως δεν ήταν καθόλου στις προθέσεις του να κάνει σάτιρα, ούτε με αυτήν ούτε με την προηγούμενη ταινία του, αλλά πειράζει που δεν τον πιστεύω;