Ο Μάικλ Μουρ ξεκινάει την ταινία του Sicko με τον εξής απλό συλλογισμό: ενώ 250 εκατομμύρια Αμερικανοί απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρέχει η ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, βάσει της εργασίας που έχουν, τα υπόλοιπα 50 ενδέχεται να πεθάνουν στο δρόμο, καθώς καμία ασφαλιστική δεν τους καλύπτει και, εδώ και πολλά χρόνια, αγνοείται κάθε είδους πρόνοια, εκτός των έκτακτων περιστατικών. Ο Μουρ εξηγεί την καταγωγή αυτής της ιδιόμορφης κατάστασης, επιστρέφει στην προεδρία του Νίξον, τότε που έγινε η μεγάλη μοιρασιά στις φαρμακευτικές και ασφαλιστικές εταιρείες και, όπως συνηθίζει, πήρε ξεχωριστές περιπτώσεις καθημερινών ανθρώπων από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και πρόβαλε το δράμα τους με την αρρώστια και τα ιατρικά προβλήματα που αποκρούονται εξακολουθητικά από τη γραφειοκρατία των ασφαλιστικών και την απροθυμία τους να βοηθήσουν, αν και σε αρκετές περιπτώσεις οφείλουν να το κάνουν, βάσει των συμφωνητικών. Στη συνέχεια προσπάθησε να συγκρίνει τις ΗΠΑ με τρεις διαδοχικές επισκέψεις του σε άλλες δυτικές χώρες. Ξεκίνησε από τον αγαπημένο του Καναδά, και ακολούθως μετέβη στην Αγγλία και τη Γαλλία. Η διαφορά στην πρακτική και τη νοοτροπία ήταν σαρωτική κατά των ΗΠΑ. Κατέληξε οδηγώντας με βάρκα τους φτωχούς και άρρωστους φίλους του έξω από τη βάση του Γκουαντάναμο, όπου έμαθε πως οι στρατιωτικές φυλακές διαθέτουν υπερσύγχρονο ιατρικό εργαστήριο για τους VIP κρατούμενους. Φυσικά του αρνήθηκαν την είσοδο. Έκλεισε την ταινία του με παράνομη επίσκεψη στην Κούβα, όπου συνάντησε τη θερμή υποδοχή των γιατρών και νοσοκόμων, οι οποίοι και παρείχαν δωρεάν εξέταση και οδηγίες αγωγής στους αρρώστους.

Ρώτησα πολλούς Αμερικανούς φίλους και γνωστούς, οι οποίοι δεν εγκρίνουν τη μεθόδευση του Μουρ, και δεν υπήρχε ένας που να μη συμφωνεί πως το σύστημα υγείας τους είναι διάτρητο και εγκληματικά απάνθρωπο. Για καθαρά εμπορικούς λόγους, η υγεία ξεπουλήθηκε απροκάλυπτα σε μεγάλα συμφέροντα και λειτουργεί επιλεκτικά, με βάση αποκλειστικά το κέρδος. Ο πυρήνας της ταινίας είναι σωστός και ωφέλιμος - και ψυχαγωγικός, αντίθετα με το διδακτισμό που μπορούσε να την κάνει βαρετή και πομπώδη. Ο Μουρ κάνει το αντάρτικό του χωρίς χορηγούς και, με τη δύναμη της δημοτικότητας και της λαϊκής του κινηματογράφησης, ευαισθητοποιεί τον πολύ κόσμο που θα μπει να δει την ταινία και φοβίζει τις εταιρείες που εκμεταλλεύονται τους μη έχοντες και τους άτυχους. Όπως πάντα, στην προσπάθειά του να στρογγυλέψει την άποψή του, υποπίπτει σε σφάλματα που δεν αρμόζουν σε κλασικό ντοκιμαντερίστα. Για παράδειγμα, βγάζει λάδι τα συστήματα υγείας της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, σχεδόν εξιδανικεύοντάς τα, ενώ στην πραγματικότητα έχουν πολλά προβλήματα επίσης. Από την άλλη, ο Μουρ ουδέποτε υποστήριξε πως είναι ο πιο αντικειμενικός κριτής, και τα ντοκιμαντέρ του αψηφούν την αυστηρή κατηγοριοποίηση και την πατροπαράδοτη απόσταση που θα όφειλε να πάρει -αν υπήρχε κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, θα το έκανε ο Μάκης με τον Θέμο και θα άκουγαν και εκείνοι τα εξ αμάξης. Φτιάχνει ανθρώπινες ιστορίες και καταγγέλλει τα τρωτά μιας επίπλαστα υποδειγματικής χώρας που παραδιαφημίζει την τελειότητά της σε όλους τους τομείς, καλύπτοντας τεχνηέντως την αναλγησία της. Ο Μουρ είναι ενοχλητικός, λαϊκιστής, πολύ Αμερικανός κατά βάθος (και γιατί να το αρνηθεί;), εριστικός, υποκειμενικός, αιρετικός ως προς τη φόρμα, αλλά καταφέρνει να γίνεται καίριος, άμεσος, αστείος και συγκινητικός. Κυρίως, πείθει στη βάση της θεματικής αναζήτησής του και δεν παραλείπει να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μορφή κινηματογράφησης για να πετύχει το σκοπό του, χωρίς να ξεχνάει από πού ξεκίνησε και τι θέλει να αποδείξει. Παίρνει πάνω κάτω γνωστές περιπτώσεις και φωτίζει λεπτομέρειες γύρω από αυτές, κάνοντας σινεμά για τις μάζες, και σινεμά που να μην πλήττουν οι μάζες παρακολουθώντας το.