Μία από τις σπουδαιότερες ταινίες για την αμφιβολία, την προσωπική και την καλλιτεχνική, το 8½ καταφέρνει συνεχώς να ανατρέπει τα δεδομένα της αφήγησης, συγχέοντας παραληρηματικά τα όρια της πραγματικότητας με τη φαντασία, αλλά και το οπτικό του κέντρο, την ίδια στιγμή που ο πρωταγωνιστής παραμένει, χωρίς αμφισβήτηση, ο Γκουίντο Ανσέλμι. Ευειδής, καταξιωμένος, γοητευτικός, ο σκηνοθέτης βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής και της καριέρας του.

 

Πελαγοδρομεί στην τελική φάση της νέας του ταινίας, που μάλιστα φλερτάρει ανοιχτά με την επιστημονική φαντασία, αλλά μπλοκάρει σε μια παρατεταμένη, ιλαροτραγική υπαρξιακή κρίση. Κολλημένος σε τέλμα, αποσύρεται σε ένα spa με επισκέπτες κυρίως εχθρικούς, φανταστικούς και μη, δικούς του ανθρώπους ή πρόσωπα επιρροής από το παρελθόν, βιώνοντας μια επώδυνη σύγχυση, ανάμεσα στις μνήμες και στις τύψεις. Όπως ισχυρίζεται, φιλοδοξία του ήταν να γυρίσει ένα ειλικρινές φιλμ, χωρίς ψέματα, να πει απλά πράγματα. Ένα φιλμ που θα τον βοηθούσε να θάψει μια και καλή όλα τα νεκρά πράγματα που κουβαλάει. Αντ' αυτού, αντιλαμβάνεται πως, όντας μπερδεμένος, και με ένα ασήκωτο φορτίο στα χέρια του, αδυνατεί να θάψει οτιδήποτε, γιατί του λείπει το κουράγιο.

 

Ο Γκουίντο είναι ένας συνδυασμός του σταρ που γέννησε η Γλυκιά Ζωή και του επίμονου, εκρηκτικού Φελίνι, ενός σκηνοθέτη με μεγάλες σκηνοθετικές φιλοδοξίες, που με το 8½ άνοιξε το κουτί της Πανδώρας χάρη στις επάλληλες προσμείξεις σουρεαλισμού και ονειρικών τόνων – αυτό που οι θαυμαστές και οι επικριτές του βάφτισαν «felliniesque» και επηρέασε γενιές κινηματογραφιστών, με πρώτο και καλύτερο τον Ντέιβιντ Λιντς.

 

Μεγαλωμένος σε ένα περιβάλλον τυπικά καθολικό και αντιμέτωπος με απανωτές, σφαγιαστικές κριτικές στα πρώτα του βήματα, ο Φεντερίκο Φελίνι θα έπρεπε να κρυφτεί κάτω από μια πέτρα και να μην ξαναπιάσει στα χέρια του κάμερα αν έπαιρνε τοις μετρητοίς αυτά που του έγραφαν πριν από τα πρώτα ξενόγλωσσα Όσκαρ του και την τεράστια επιτυχία του Dolce Vita το 1960.

 

Ο Γκουίντο είναι ένας συνδυασμός του σταρ που γέννησε η Γλυκιά Ζωή και του επίμονου, εκρηκτικού Φελίνι, ενός σκηνοθέτη με μεγάλες σκηνοθετικές φιλοδοξίες, που με το 8½ άνοιξε το κουτί της Πανδώρας χάρη στις επάλληλες προσμείξεις σουρεαλισμού και ονειρικών τόνων – αυτό που οι θαυμαστές και οι επικριτές του βάφτισαν «felliniesque» και επηρέασε γενιές κινηματογραφιστών, με πρώτο και καλύτερο τον Ντέιβιντ Λιντς.

 

Η θρησκευτική γαλούχηση του Ιταλού σκηνοθέτη λειτουργεί ως το αδιαφιλονίκητο τόξο της βασικά δαιδαλώδους ταινίας του, ξεκινώντας από τις πολλαπλές ενοχές και καταλήγοντας σε μια μακρά, κοπιαστική λύτρωση. Στο ενδιάμεσο, η αμαρτία των σκέψεων και των πράξεων βασιλεύει καρκινοβατώντας, όχι ακατάσχετα, αλλά με τον αυξομειούμενο ρυθμό και την επείγουσα ανάγκη ενός γητευτή δερβέναγα που έχει μάθει όλη του τη ζωή να φοράει πολλές μάσκες, ειδικά μπροστά σε γυναίκες. Ο Γκουίντο βρίσκεται σε διάσταση με τη γυναίκα που δεν έχει πάψει να αγαπά.

 

Η ερωμένη του είναι stand by, αλλά η παρουσία της δεν τον βολεύει στο πρόβλημα που περνά. Η πιστή συνεργάτις και εξομολόγος του, αναγκαστικά, του υπενθυμίζει αλήθειες που δεν θέλει να ακούσει. Η ιδανική γυναίκα που οραματίζεται για τον μεγάλο ρόλο στην ταινία του τον βρίσκει αντιπαθή. Η πόρνη των παιδικών του χρόνων, μια επιβλητική ανάμνηση πληθωρικής σκανδαλιάς, όπως τη μοιράστηκε με τα χωριατόπαιδα της γειτονιάς, τον ξεστρατίζει ακόμα περισσότερο. Η σεπτή μορφή της μητέρας τον επαναφέρει προσωρινά στο ουτοπικό κανάκεμα.

 

Η φίλη του κολλητού του, ο μοναδικός πραγματικά μορφωμένος άνθρωπος στο πολυπρόσωπο καστ, κριτικάρει αρνητικά τις προηγούμενες ταινίες του και, κυρίως, του αντιγυρίζει τις σοβινιστικές του αιχμές και τις αυταπάτες που τρέφει για το αμετακίνητο, παθητικό του χαρέμι, έμμεσα και ποιητικά, επισημαίνοντας πως οι γυναίκες είναι έτοιμες να επαναστατήσουν από τη σκλαβιά ενός γερασμένου αφέντη. Σαν να μην έφταναν αυτά, ο Γκουίντο έχει προσλάβει έναν επαγγελματία κριτικό για να διυλίσει τις νέες του κινηματογραφικές ιδέες κι εκείνος δεν παραλείπει να τις απορρίπτει συστηματικά ως αδύναμες, ανερμάτιστες και μπερδεμένες, υπερβολικά δωρεάν και αχρείαστα προσωπικές!

 

Έντεχνα και πλάγια, ο Φελίνι βγάζει το άχτι του για τη χρόνια απόρριψη του έργου του, αλλά βασανίζεται να βρει το νήμα της δικής του «κρίσης», εξετάζοντας την ορθότητα των επιλογών του, ανακινώντας έτσι την ουσία του σινεμά με έναν νοηματικό και σκηνογραφικό οργασμό. Τα sets, πολύπλοκα και ευκρινή, σε εκτυφλωτικό ασπρόμαυρο, μοιάζουν έτοιμα να καταπλακώσουν το κατ' ευφημισμόν αφεντικό τους, έναν σκηνοθέτη που ομολογεί την ανημπόρια του. Ο Γκουίντο κρύβεται πίσω από το παιδί που κάποτε ήταν, καταφεύγοντας είτε στην ασφάλεια μιας αγνής, ξένοιαστης νεότητας, είτε καμωνόμενος το θιγμένο και θλιμμένο θύμα, ως ντίβα που σαδομαζοχιστικά επιθυμεί επιβεβαίωση από το δίπτυχο της μάνας/ερωμένης αλλά και την αναγνώριση για τον επαγγελματικό του κόπο.

 

Γιατί; Η συναισθηματική του ανεπάρκεια, η παραδοχή της ανικανότητάς του να αγαπήσει, πυροδοτεί το χάος, αλλά οδηγεί το οικοδόμημά του στο τέρμα, ενδεχομένως από πονηριά, για να προλάβει τους άλλους. Προκαλώντας το ομαδικό μαστίγωμά του, εκλιπαρεί τη συμπόνια, για να μη διακρίνει, ως έξυπνος και ευαίσθητος άνθρωπος, τον πραγματικό οίκτο στην επερχόμενη, οριστική του ήττα. Στήνει έτσι το ελεύθερο συμπόσιο του καλλιτέχνη που πολιορκείται από τη στενή και ευρύτερη οικογένειά του, προτιμώντας την αταξία αντί την τυπική δημιουργία περιττών πραγμάτων. Υπό αυτή την έννοια, το 8½ (δηλαδή το αριθμητικό σύνολο των μεγάλου μήκους ταινιών και της συμμετοχής σε σπονδυλωτές ταινίες του σκηνοθέτη) είναι πρόδρομος του κόμικ στον κινηματογράφο, με τη διάσπαρτη, ονειρική (και ονειρώδη) λογική του.

 

Αν και διασκέδασε όλες τις φημολογούμενες επιρροές για τον χαρακτήρα του Γκουίντο Ανσέλμι, με κυριότερη εκείνη του Λίοπολντ Μπλουμ, ο Φελίνι δεν αρνήθηκε ποτέ πως ο σκηνοθέτης του βασίζεται εν πολλοίς στον ίδιο και η οδύσσεια της προετοιμασίας της ταινίας χρωστάει πολλά στην πίεση που δέχτηκε από τους παραγωγούς να παραδώσει νέο έργο το ταχύτερο δυνατόν, αν και δεν είχε καταλήξει σε συγκεκριμένους άξονες. Παράλληλα, το απόλυτο αριστούργημά του, που κέρδισε δύο Όσκαρ και την αγάπη ενός μεγάλου κοινού που για πρώτη φορά έσπευσε να συμμετάσχει σε ένα αβανγκάρντ, διόλου εύπεπτο, ποπ φαινόμενο, επηρέασε (και σίγουρα ενθάρρυνε) και τον ίδιο τον Φελίνι για το πιο μεγάλο του τόλμημα, την Ιουλιέτα των Πνευμάτων, που θα γύριζε τρία χρόνια αργότερα, αφού εκείνη ακριβώς την περίοδο δοκίμαζε συστηματικά LSD, για να απελευθερώσει ευκρινέστερα τη φαντασιακή του δυναμική.