Ο Μάρτιν είναι ένας ανήσυχος προλετάριος που φιλοδοξεί να μορφωθεί και να ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων, ώστε να γίνει η φωνή των ανθρώπων της τάξης του. Η γνωριμία του με μια πλούσια κοπέλα και ο κεραυνοβόλος έρωτας που γεννιέται ανάμεσά τους θα τον φέρoυν σε τροχιά σύγκρουσης με την οικογένειά της αλλά και με το κατεστημένο της εποχής του.

 

Διασκευάζοντας ελεύθερα το κλασικό Martin Eden, ο Πιέτρο Μαρτσέλο κάνει διπλό καλό: ξαναθυμίζει τον Τζακ Λόντον και τον πολύπλοκο, θελκτικό και μαζί τρομακτικό χαρακτήρα του σε ένα κοινό που κακώς, αν και εύλογα, τον αγνοεί και επιχειρεί με καλλιτεχνική τόλμη και μια σειρά από κινηματογραφικά επιχειρήματα μια τοιχογραφία του εικοστού αιώνα, που όμοιά της δεν έχουμε δει ακριβώς. Ο ήρωας του συγγραφέα που ραψωδούσε την άγρια φύση, τα φεγγάρια και τα χιόνια, λύκους και άγριους σκύλους, πειρατές και τυχοδιώκτες, ζόρικους ταξιδευτές, όπως και ο ίδιος, εδώ προφέρεται Έντεν, καθότι Ιταλός, κινείται και δρα σε μια Νάπολη απροσδιόριστης χρονολογίας και αρχικά μας κερδίζει γιατί επιθυμεί διακαώς να βελτιωθεί, να μορφωθεί, να κατακτήσει τη γνώση, παράλληλα με τη δίψα του για κοινωνική καταξίωση. Σταδιακά ξεδιπλώνεται (και ξεγυμνώνεται) η φιλοδοξία του και αποκαλύπτεται η παγίδα στην οποία αναπόφευκτα πέφτει. Γίνεται προδότης της ιδεολογίας που τον έθρεψε στη μανία του ατομισμού και αρνητής του αισθήματος που επιδιώκει, καθώς ο έρωτάς του δεν είναι παρά ένα σκαλοπάτι στην ταξική αναρρίχηση που συνεπάγεται την αναβάθμισή του. Το Μάρτιν Ίντεν απέτυχε εκδοτικά στις ΗΠΑ όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1909. Οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να ανεχτούν, πόσo μάλλον να ταυτιστούν με έναν αντιήρωα που δεν καλύπτεται καν από μυστήριο, όπως ο Γκάτσμπι ας πούμε, τη φενάκη του υποκόσμου, την ελαφρότητα μιας Χόλι Γκολάιτλι ή το σφοδρό μελόδραμα του Τζορτζ Ίστμαν (που όμως καταγόταν από οικογένεια βιομηχάνων) στο Μια θέση στον ήλιο. Κανένας οίκτος για έναν τυχοδιώκτη που το μετανιώνει στη μέση της διαδρομής του. Η τραγωδία του δεν αφήνει περιθώρια για λύτρωση. Δεν φταίει κανείς άλλος παρά μόνο η μοναχική του πλάνη.

 

Ο υπόλοιπος κόσμος το είδε ως ένα πολιτικό success story: ο ορμητικός Μάρτιν, ένα νέο αγόρι, ανοιχτό στις προκλήσεις, οπλισμένο με τη δύναμη της λαϊκής του καταγωγής, γυρίζει την πλάτη του στις αρχές του σοσιαλισμού και βάζει στοίχημα με τον εαυτό του να τα καταφέρει με την αυτοσχέδια τακτική του ατομισμού. Ο σοσιαλιστής Λόντον κατήγγειλε τον εχθρό των πεποιθήσεών του, την ευνουχιστική σαγήνη της μπουρζουαζίας, και οι συμπατριώτες του, όπως και στην περίπτωση του Άπτον Σινκλέρ, ανασήκωσαν τους ώμους και προχώρησαν στον επόμενο.

 

Αντίθετα από το συγκεκριμένο πλαίσιο του Μπάρι Λίντον και της βρετανικής κοινωνίας του δέκατου όγδοου αιώνα (ο Γουίλιαμ Θάκερεϊ είχε ειδικευτεί σε «σοβαρούς» οπορτουνιστές, όπως έδειξε και στο Vanity Fair), ο Μάρτιν Ίντεν/Έντεν συνδιαλέγεται καίρια με το σήμερα, ανάμεσα στα όρια του χρόνου, όπως διατονικά τον τοποθετεί ο Μαρτσέλο, παρεμβάλλοντας επίκαιρα και φλασμπάκ, παίζοντας με διαφορετικά film stocks και έξυπνους επιχρωματισμούς, σαν να συνεχίζει αποκεί που σταμάτησε ο Αμερικανός συγγραφέας, διασχίζοντας μια εποχή που προοικονομεί την εγωπαθή ανάγκη αυτοδιάκρισης του εικοστού πρώτου αιώνα. Πολύ σωστά υποστηρίζει ο Ιταλός σκηνοθέτης πως γύρισε ένα πολιτικό φιλμ που η εποχή και το σύγχρονο σινεμά έχουν εξίσου ανάγκη και το θέμα του είναι η ρευστότητα και το ρίσκο της σύγχρονης συνείδησης, αναφέροντας μάλιστα πως οι σουρεαλιστές είχαν δίκιο όταν έλεγαν πως ο κοινός άνθρωπος πηγαίνει στον κινηματογράφο για να κλέψει το συναίσθημα που του αρνείται η καθημερινότητα. Η ταινία του είναι μια ζωντανή μαρτυρία της χρηστικότητας του μέσου, της ικανότητάς του να μετατρέπει το ξεχασμένο πορτρέτο ενός συγγραφέα που ελάχιστα συζητιέται πλέον σε μια πλούσια προειδοποιητική εμπειρία εν μέσω της αποθέωσης του ναρκισσισμού και της απαξίωσης της συλλογικότητας. Χρωστά πολλά στον συν-σεναριογράφο του, Μαουρίτσιο Μπράουτσι, ο οποίος του χάρισε το πολύτιμο αυτό βιβλίο πριν από μια εικοσαετία, και στον πρωταγωνιστή Λούκα Μαρινέλι που κατοικεί πυρετωδώς τον Μάρτιν, με αυτοσυγκέντρωση που ταράζει και αφοσίωση που συγκινεί ‒ δικαιότατη η βράβευσή του στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας για τη μαγνητική ερμηνεία του, και μάλιστα έναντι του Χοακίν Φίνιξ για τον Joker!